Η οικογένεια : χωρος της συγνωμης και της συγχωρησης
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018
Σειρ.
3, 3-7.14-17 ‘ Κολ. 3,12-21 ‘ Λκ 2, 41-52.
Ο
καθένας μας έχει ένα όνομα και ένα
επίθετο. Το “όνομα” που φέρει καθένας
από μας προσδιορίζει την μοναδική,
αποκλειστική και ανεπανάληπτη
προσωπικότητά του. Το “επίθετο”, είναι
ο σύνδεσμό μας με τους άλλους, μας
«τοποθετεί» σε μια οικογένεια από την
οποία λάβαμε τη ζωή του και διαμέσου
της ενταχθήκαμε στην ευρύτερη κοινωνία.
Κανένας
μας δεν ήρθε μόνος του στη ζωή. Οι γονείς
μας είναι το σημείο της εισόδου μας στη
ζωή και η οικογένεια είναι η δίοδος
για την ένταξή μας στην ανθρώπινη
κοινωνία.
Κάθε
οικογένεια είναι μια «κοινωνία ζωής».
Αυτή η «κοινωνία ζωής», δεν περιορίζεται
στη απλή συγκατοίκηση, και ένας στρατώνας
είναι χώρος συγκατοίκησης, αλλά δεν
είναι οικογένεια. «Οικογένεια» δεν
είναι απλή τεκνοποίηση αλλά τεκνοτροφία
(η σωστή διαπαιδαγώγηση).
«Οικογένεια» είναι ένας διάλογος,
συνεχής, που σκοπεύει στην αμοιβαία
οικοδομή και ωρίμανση όλων των μελών
της. Στο σημείο αυτό έρχεται σε βοήθειά
μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή,
επίκεντρο της οποίας είναι ένας διάλογος
και μάλιστα όχι εύκολος και δεδομένος.
Σήμερα
γιορτάζουμε την Αγία Οικογένεια και
το μυαλό πηγαίνει στο “ιδεώδες μοντέλο”
για να εμπνευσθούμε για την δικιά μας
οικογένεια· και όμως, η ευαγγελική
περικοπή την οποία θα διαβάσουμε είναι
η αφήγηση μια σύγκρουσης tου
Ιησού με τους γονείς του -σήμερα θα το
λέγαμε ‘σύγκρουση γενεών’ - που όμως
αντιμετωπίζεται με τον διάλογο.
Ανάγνωσμα από το κατά
Λουκά ΄Αγιο Ευαγγέλιο (Λκ 2, 41-52)
Κάθε
χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του
Ιησού πήγαιναν στην
Ιερουσαλήμ. Όταν
έγινε δώδεκα χρονών, ανέβηκαν στα
Ιεροσόλυμα, στη γιορτή, όπως συνήθιζαν.
Όταν τέλειωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω,
το παιδί ο Ιησούς παρέμεινε στην
Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ
και η μητέρα του. Νομίζοντας ότι ήταν
μέσα στο πλήθος των προσκυνητών,
περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα
άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους
συγγενείς και τους γνωστούς. Δεν τον
βρήκαν, όμως, και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ
να τον αναζητήσουν. Τον βρήκαν ύστερα
από τρεις μέρες στο ναό καθισμένο ανάμεσα
στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει
και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι
τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη
νοημοσύνη και τις απαντήσεις του. Μόλις
τον είδαν οι γονείς του, απόρησαν, και
η μητέρα του, του είπε: «Παιδί μου, γιατί
μας το ’κανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ
σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία». Ο
Ιησούς τους απάντησε: «Γιατί με
αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να
βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;»
Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που
τους είπε.
Ο
Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη
Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους με υπακοή.
Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην
καρδιά της όλα αυτά τα λόγια. Ο Ιησούς
μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η
χάρη που είχε ευαρεστούσε το Θεό και
τους ανθρώπους.
Λόγος
του Κυρίου
Ο
μικρός Ιησούς με τους γονείς του, πηγαίνει
στην Ιερουσαλήμ και εκεί χάνεται! Γιατί;
Ο Ιησούς, στη Ναζαρέτ, ήταν μαθημένος
να μην είναι ένα παιδί κλεισμένο στο
σπίτι αλλά συναναστρεφόταν τους άλλους,
τους συγγενείς, τους γνωστούς, τους
φίλους, “κοινωνικοποιούνταν” θα λέγαμε
σήμερα. Στο σπίτι επέστρεφε για φαγητό,
και το βράδυ καθώς, αυτήν την ώρα, όλοι
επέστρεφαν στο σπίτι τους. Αυτό θα ήταν
το χαρακτηριστικό ολόκληρης της δημόσιας
ζωής του: η ανοιχτή συναναστροφή του
με όλους, με εμπιστοσύνη και αγάπη για
όλους. Στη Ιερουσαλήμ, όπου πήγε με τους
γονείς του, συνεχίζει αυτή την πρακτική.
Συγκινείται με το να ακούει αλλά και
να ερωτά ανθρώπους που στο χωριό του
δεν υπήρχαν και ξεχνιέται, μένει πίσω.
Τον βρίσκουν να συζητά. Ως έφηβος, έκανε
την παλικαριά του. Του ζητούν εξηγήσεις,
δεν τον ντροπιάζουν με βίαιες επιπλήξεις
και δεν ζητούν ταπεινωτικές πράξεις
μετανοίας. Και εκείνος δικαιολογείται
με μια ερώτηση που αφήνει άφωνους τον
Ιωσήφ και την Μαρία : «Γιατί με αναζητούσατε;
(«Ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου
δει είναι με» = Δεν ξέρατε ότι πρέπει να
βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;)