Ακόμη
και στην εποχή μας, έχουμε τον πειρασμό
και μερικοί την πεποίθηση για τα πράγματα
που συμβαίνουν στον κόσμο μας, οφείλονται
στη θεότητα ως επιβράβευση ή ως τιμωρία.
Από το ευαγγέλιο κατά Ιωάννη 9, 1-41
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού”
Ο Ιησούς αντιστρέφει εντελώς αυτή την άποψη και μας δείχνει ότι οι αδυναμίες της ανθρωπότητας και του κόσμου είναι η δυνατότητα, παρά τον πόνο (που υπάρχει και παραμένει) να κάνουμε χώρο για μια μεγαλύτερη πραγματικότητα: την αγάπη Πρέπει να εγκαταλείψουμε την ανάγνωση της πραγματικότητας με το μέτρο της ενοχής και του ένοχου.
Το πιο σημαντικό δεν να βρούμε φταίει, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε στην περίπτωσή για να φανερωθούν τα έργα του Θεού, Να μην απελπιζόμαστε όταν μας φαίνεται ότι όλα έχουν τελειώσει, αλλά να ενεργούμε θετικά εναντία σε κάθε απελπισία.
Ο Ιησού κάνει μια χειρονομία που δείχνει ότι νοιάζεται για τον κακότυχο. Μόνο όταν σταματήσουμε να εγκαταλείπουμε τη δράση μπροστά σε ότι μα φαίνεται απελπιστικά δύσκολο και αναπόφευκτο, μόνο τότε ανοίγεται μπροστά μας το πραγματικό τους νόημα και η πιθανή διέξοδος.
Η αμαρτία, λοιπόν, είναι το να μην βλέπεις, αλλά να μη θέλεις να πιστέψεις και να μην θέλεις να ανοιχτείς στις άπειρες δυνατότητες της ζωής, αγνοώντας το δρόμο που μας άνοιξε ο Ιησού με την εμπιστοσύνη στον φιλεύσπλαχνο Θεό όταν αντιμετωπίζουμε ακόμη και τις δυσκολότερες καταστάσεις.
Σε λίγες μέρες να θυμηθούμε την φωνή του Ιησού. “Κύριε δεν ξέρουν τι κάνουν” και “Τα χέρια σου Κύριε παραδίδω το Πνεύμα μου”