Για το ευσπλαχνικό Θεό Πατέρα κάνεις δεν είναι χαμένος
15 Σεπτεμβρίου 2019
Εκείνο τον καιρό οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού, εκείνος τους δέχεται και τρώει μαζί τους. Οι σχέσεις αυτές του Ιησού σε κάποιους, δηλαδή οι τελώνες και οι αμαρτωλοί , είναι αιτία χαράς ενώ για άλλους, τους Φαρισαίους και τους γραμματείς, αποτελεί αιτία διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας.
Ο Ιησούς θέλοντας να απαντήσει στην κατηγορία των φαρισαίων δηλ. των φανατικών θρησκόληπτων και “θρησκευόμενους”, της εποχής του που εκλάμβανουν τους εαυτούς τους ως του θεματοφύλακες της θρησκείας. και να τους εξηγήσει την συμπεριφορά του ,γιατί « κάνει παρέα και τρώει με τους αμαρτωλούς»., τους λέει τρεις παραβολές που η Εκκλησία τις έχει ονομάσει τις Θείας Ευσπλαχνίας, είναι τρία μαργαριτάρια που μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς μας μεταφέρει και οι οποίες μας αποκαλύπτουν, θα το πω λίγο παραδοξολογώντας σε ποίο Θεό πιστεύει ο Ιησού
Αναγνωσμα απο το κατα Λουκά Αγίο Ευαγγελιο (λκ. 15,1-32)
'Ολοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί πλησίαζαν τον Ιησού για να τον ακούνε. Αλλά οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς μουρμούριζαν κι έλεγαν: "Αυτός δέχεται αμαρτωλούς και συντρώει μαζί τους". Αλλά ο Ιησούς τους είπε την εξής παραβολή:
Ποιός από σας που έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα απ'αυτά, δε θα αφήσει τα ενενήντα εννιά στην έρημο και δεν πάει σε αναζήτηση του χαμένου, έως ότου το βρει; Και όταν το βρει το βάζει πάνω στους ώμους του χαίροντας και πάει στο σπίτι και καλεί γύρω του τους φίλους και τους γείτονες και τους λέει: `χαρείτε μαζί μου, διότι βρήκα το χαμένο μου πρόβατο'. Σας λέω, ότι τέτοια χαρά υπάρχει και στον ουρανό για ένα αμαρτωλό που μετανοεί, παρά για ενενήντα εννιά δικαίους που δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια.
'
Μετά τους είπε: "'Ενας άνθρωπος είχε δυο γιούς. Κι ο πιο νέος απ'τους δυο είπε στον πατέρα: `Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει'. Κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. μετά από λέγες μέρες, ο πιο μικρός γιος τα συγκέντρωσε όλα και αναχώρησε για μια μακρινή χώρα κι εκεί σκόρπισε την περιουσία του ζώντας άσωτα. 'Οταν τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ'εκείνη τη χώρα κι άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε τότε και προσκολλήθηκε σ'έναν απ'τους πολίτες εκείνης της χώρας κι εκείνος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει χοίρους. Κι επιθυμούσε να χορτάσει απ'τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε..'Οταν συνήλθε, είπε: `Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν άφθονο το ψωμί, ενώ εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα εναντίον του ουρανού και εναντίον σου 19και δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν ένα απ'τους μισθωτούς σου'. Και σηκώθηκε και πήγε στον πατέρα του.
Λόγος του Κυρίου