Εγώ, όταν θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου (Ιωα, 12,32)
Η Λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής εμπνέεται από το Πάθος του κατά Ιωάννη ευαγγελίου. Για την Εκκλησία, την κοινότητα των μαθητών του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Ιησού Χριστού, δεν είναι ημέρα πένθους της, αλλά ημέρα της γεμάτη αγάπη μελέτης της θυσίας, που είναι η πηγή της Σωτηρίας μας. Η πτυχή της ταπείνωσης και του θανάτου είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ανάσταση και την δόξα του Χριστού.
"Toν κακοποιούσαν και άφησε τον εαυτό του να ταπεινωθεί και δεν άνοιξε το στόμα του" (πρώτο ανάγνωσμα της Λειτουργίας του Λόγου).
Αυτό το εδάφιο περιγράφει την πορεία του Ιησού προς τον Γολγοθά, όπου θα σταυρωθεί. Το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο περιγράφει τον Ιησού ως αυτόν που είναι κύριος του εαυτού του και έχει υπό τον έλεγχό του όλα όσα του συμβαίνουν. Στο κείμενο αφθονούν οι φράσεις που δείχνουν ότι ο Ιησούς είναι που θυσιάζεται εν γνώσει του και, με την θέλησή του, προσφέρει τη ζωή του. Είναι ο ποιμένας που θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατά του, ο προσφερόμενος αμνός και συνάμα ο Αρχιερέας που τον προσφέρει στο Θεό. Εκείνη τη στιγμή, ο σταυρός γίνεται ο βωμός της Εκκλησίας που εκπροσωπείται από τη Μαρία, τη Μαρία του Κλωπά και τη Μαρία Μαγδαληνή -ο Ιησούς δεν είχε ποτέ εχθρούς μεταξύ των γυναικών- και από τον αγαπημένο μαθητή (Ιω 19, 25).
"Toν κακοποιούσαν και άφησε τον εαυτό του να ταπεινωθεί και δεν άνοιξε το στόμα του"
Στο κατά Ιωάννη Πάθος, η σιωπή του Ιησού είναι ηχηρή, μία από τις πιο χαρακτηριστικές πτυχές του Πάθους έτσι όπως μας το παραδίδει . Ξεκινώντας από τη σύλληψη, ο Ιησούς παραμένει κατά κύριο λόγο σιωπηλός, δεν υπερασπίζεται τον εαυτόν του και εκείνες οι λίγες απαντήσεις που δίνει, συχνά είναι αινιγματικότερες από τη σιωπή του. Η σιωπή του Ιησού είναι πάνω από όλα διαμαρτυρία: διαμαρτυρία ενάντια σε μια κατηγορία και σύλληψη απολύτως άδικη και υπογραμμίζει την κακοπιστία εκείνων που τον συλλαμβάνουν, τον κατηγορούν, τον βασανίζουν, τον σκοτώνουν. Πάνω απ 'όλα όμως είναι μια παράδοξη έκφραση και χειρονομία αγάπης. Μπροστά σε μια τόσο σκληρή και εμπαθή συμπεριφορά, θα περίμενε κάποιος ως μόνη δυνατή αντίδραση τα βίαια αντίποινα. Ο Ιησούς αρνείται τη βία και κατακρίνει τον μαθητή που τραβάει το σπαθί του και κτυπά : «Δεν πρέπει να πιω το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας;». Η σιωπή είναι το τεκμήριο ότι “πήρε επάνω του την αμαρτία του κόσμου” , απαλλάσσει, λυτρώνει από την αδυναμία που κάνει τον άνθρωπο να αμαρτήσει. Του προσφέρει τη συγχώρεση, τον βάζει δίπλα του, στο χώρο του, για να “δει” καθαρά μέσα στο φως, να αλλάξει νοοτροπία, να μετανοήσει.
Ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, το δεύτερο σημερινό ανάγνωσμα, γράφει: “Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε.” (Εβρ. 4,15-16).Ο Ιησούς είναι σιωπηλός, γιατί συμμερίζεται και συμπάσχει. Είναι η μεγίστη εκδήλωση της αγάπης του Θεού, πάντοτε πρόθυμου και διαθέσιμου να μοιραστεί τα δεινά του ανθρώπου μέσω του Υιού. Βέβαια κάθε πρόσωπο που υποφέρει, εύλογα διερωτάται: “γιατί συμμερίζεται και δεν αφαιρεί;” Στα Ευαγγέλια βλέπουμε τον Ιησού να προσπαθεί και να αγωνίζεται για να περιορίσει την ανθρώπινη δυστυχία, να θεραπεύει τους αρρώστους, ακόμη και νεκρούς να αναστήνει, αλλά όχι όλους. Στο «γιατί;» δεν δίνει άμεση απάντηση. Στο αποκορύφωμα του Πάθους, αναφωνεί “Τετέλεσται”, (=τα πάντα είναι ολοκληρωμένα) και “Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου”. "Toν κακοποιούσαν και άφησε τον εαυτό του να ταπεινωθεί και δεν άνοιξε το στόμα του"(Λκ 23,46) . Η Λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής μας συνοδεύει κάτω από το Σταυρό ˙ σ’ αυτό το ερώτημα δεν δίνει άμεση απάντηση ή εξήγηση. Η απάντηση, αν μπορούμε να μιλήσουμε και για εξήγηση, έρχεται την Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, που είναι το τελικό “Αμήν” της Ιστορίας μας και που μας προσφέρεται για να το κάνουμε ολοκληρωτικά δικό μας. Μέχρι τότε οι μαθητές του Ιησού και οι κοινότητές τους θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το κακό, τον πόνο, την δυστυχία, την ασήκωτη και ανυπόφορη αρρώστια και την ανθρώπινη μοχθηρία, φωτισμένοι από το Φως του Πάσχα, για να τα απαλύνουν όλα, μέχρι να ακουσθεί το : “ Ιδού, όλα τα κάνω καινούρια” (Απ. 21,5)