Κυριακή 17 Ιουλίου 2016.
Ανάγνωσμα από το κατά Λουκά άγ.
Ευαγγέλιο (Λκ 10,38-42)
Εκείνο τον καιρό ο
Ιησούς με τους μαθητές του μπήκε σ’ ένα
χωριό, και τον υποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Μάρθα. Αυτή
είχε μια αδερφή που ονομαζόταν Μαρία, κι η οποία κάθισε στα πόδια του Ιησού και
άκουγε τη διδασκαλία του. Αντίθετα, η Μάρθα δούλευε ασταμάτητα για να τους
περιποιηθεί. Πήγε λοιπόν στον Ιησού και του είπε: «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η
αδερφή μου με άφησε μόνη να σε περιποιούμαι; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει». Ο Ιησούς της
αποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ασχολείσαι κι αγωνιάς για τόσα πολλά πράγματα, ενώ ένα
μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε η Μαρία, και δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει
κανείς».
Λόγος του Κυρίου
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, μας παρουσιάζει τον
Ιησού που ταξιδεύει προς την Ιερουσαλήμ, και που όπως κάθε ταξίδι κρύβει πολλές εμπειρίες,
έτσι και για κείνον. Φτάνει σε ένα χωριό, εκεί είχε φίλους και αυτοί τον
φιλοξενούν. Ο ευαγγελιστής υπογραμμίζει αυτά τα δυο, τη «φιλοξενία» όσο και ότι
«μπήκε σε ένα χωριό». Το χωριό είναι ο τόπος του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Δύσκολα
σε ένα χωριό γίνονται δεχτοί οι νεωτερισμοί : έτσι κάναμε πάντα και έτσι θα
συνεχίσουμε να κάνουμε. Συνάμα, όμως, έχουν σε μεγάλη εκτίμηση τη φιλοξενία,
που δείχνει καλοσύνη, άνοιγμα, καταδεκτικότητα και εμπιστοσύνη. Γίνεται δεκτός και
φιλοξενείται στο σπίτι φίλων, όπου μεταξύ των άλλων κατοικούν δυο αδελφές, η Μαρία
και η Μάρθα, που είναι δυο αντιπροσωπευτικοί
τύποι ανθρώπων, δυο διαφορετικών
αντιλήψεων της ανθρώπινης ζωής.
Από τη μια έχουμε τη Μάρθα : Εκδηλωτική και δραστήρια που
κάνει τα πάντα για να κάνει χειροπιαστή την εκτίμησή της στον φιλοξενούμενο. Όμως,
προκειμένου να κάνει κάτι για τον φιλοξενούμενο, σχεδόν τον παραμελεί και τον αφήνει να περιμένει. Για τον καιρό
του Ιησού είναι ο κατ’ εξοχήν γυναικείος τρόπος ζωής, της οικοδέσποινας. Ναι, αλλά και
κρυμμένης στην κουζίνα και στην υπηρεσία των άλλων που την εκτιμούν, όχι ως
ισότιμη του άνδρα, αλλά επειδή είναι στην υπηρεσία του άνδρα, γι’ αυτό
δυσανασχετεί και παραξενεύεται με τη
συμπεριφορά της αδελφής της. Ας σημειωθεί ότι τα παράπονά της δεν τα κάνει σε εκείνη,
αλλά σε εκείνον που εκλαμβάνει ως ανώτερο και που έχει την εξουσία στον ανώτερο
. «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η αδερφή
μου με άφησε μόνη να σε περιποιούμαι; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει». Περιμένει την επιβεβαίωση από τους άλλους.
Είναι ο κόσμος της ανατολής.
Από την άλλη έχουμε και τον κόσμο της Μαρίας, που
προτιμά να δείξει την εκτίμησή της στον
φιλοξενούμενο με το να επικοινωνεί μαζί του και με τη συζήτηση να εμβαθύνει τις σχέσεις μαζί του. Ο τρόπος με τον οποίο ο ευαγγελιστής περιγράφει την ενασχόληση της
Μαρίας με τον Ιησού, είναι όμως ο τυπικός τρόπος με τον οποίον αναπτύσσονται
και ένας τρίτος περιγράφει τις σχέσεις μαθητή και δασκάλου. Είναι ένας ανδρικός
τρόπος αντίληψης της ζωής, θα λέγαμε, που η
Μάρθα δεν μπορεί να τον καταλάβει και δυσανασχετεί. Με την ίδια περιγραφή ο ευαγγελιστής περιγράφει και ένα σκανδαλώδη νεοτερισμό. Ένας ραβίνος δεν θα δεχόταν ποτέ
μεταξύ των μαθητών του γυναίκες. Για τον Ιησού, όμως, οι γυναίκες, όπως και οι
άνδρες, είναι καλεσμένες στην ακρόαση του λόγου και τη μαθητεία.
Ο Ιησούς, με μια τρυφερή επίπληξη στη Μάρθα, προσπαθεί να την
επαναφέρει στην τάξη : «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνιάς για πολλά, ενώ
υπάρχει ανάγκη μόνο ενός πράγματος. Η Μαριάμ, πράγματι, διάλεξε το καλύτερο
μέρος, που δε θα της αφαιρεθεί».
Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για το οποίο η Μαρία μεριμνά και
το οποίο δεν θα της αφαιρεθεί;
Ο ευαγγελιστής Λουκάς έρχεται σε βοήθειά μας. Μας μεταφέρει
ένα λόγο του Ιησού που λέει: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας το τι θα φάτε, μήτε
για το σώμα σας το τι θα ντυθείτε. Διότι η ζωή είναι πολυτιμότερη απ' την τροφή
και το σώμα απ' το ρούχο…..ποιός από σας, που φροντίζει για τον εαυτό του,
μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχη; ……Εσείς μη μεριμνάτε για το τί
θα φάτε και το τί θα πιείτε κι έτσι σας πιάνει άγχος.…..αλλά ζητάτε τη Βασιλεία
του κι αυτά θα σας δοθούν επιπλέον».
Το σπουδαιότερο, λοιπόν, είναι να διυλίζω, να κατανοώ, να βρίσκω το νόημα και το
περιεχόμενο της ζωής μέσα από τις αξίες του καινούργιου κόσμου της Βασιλείας του Θεού, που γίνεται
παρούσα ανάμεσά μας στο πρόσωπο του Ιησού.
Αυτό, λοιπόν, που ο Ιησούς επιθυμεί από κάθε άνθρωπο είναι να
γίνει δεκτός και να εισακουσθεί και όχι απλά να τιμηθεί, αλλά ακόμη καλύτερα να
τιμηθεί με την ακρόαση, μελέτη και αποδοχή του Λόγου. Ο Λόγος του Ιησού στην καρδιά του μαθητή, θα
είναι εκείνος που στη συνέχεια θα υποδείξει τους τρόπους και τους χρόνους της
«υπηρεσίας» προς το Θεό και τον πλησίον.
Η έλλειψη «άγχους» που υπονοεί, οφείλεται στο γεγονός ότι
εκείνος που δέχεται, ακούει, κάνει δικό
του και μελετά το Λόγο του Ιησού, δηλαδή ο μαθητής, όπως η Μαριάμ που
εμπιστεύεται στο Θεό Πατέρα που είναι ο Δημιουργός, η Πρόνοια και ο Σωτήρας των
πλασμάτων του, γιατί ο μαθητής ξέρει ότι τον τελευταίο λόγο για τα πάντα, τον
έχει ο Θεός μέσω του Ιησού με τη Δύναμη του αγ. Πνεύματος, είναι αυτός που την
ακρόαση θα τη μετουσιώσει σε υπηρεσία.
Η Μάρθα αναλώνεται στην υπηρεσία του φιλοξενούμενου, τόσο που
ο φιλοξενούμενος να περάσει σε δεύτερη μοίρα, ευτυχώς και είναι εκεί η Μαρία.
Το να αγωνιάς και να κόπτεσαι για πολλά πράγματα είναι ειδωλολατρικό, γιατί ο
λόγος της αγωνίας είναι τα πολλά πράγματα που γίνονται κινητήρια δύναμη και
νόημα της ζωής και όχι το να είσαι άνθρωπος του Θεού ανάμεσα σε ανθρώπους.
Για τη Μαρία υπάρχει ο κίνδυνος, όπως έλεγε ένας ραβίνος για
έναν άλλο ραβίνο, ότι τόσο πολύ ασχολείται με το να μιλάει για το Θεό που
ξεχνούσε τον ίδιο το Θεό και τα πλάσματά του. Ευτυχώς υπάρχει και η Μάρθα.
Η επιλογή είναι μεταξύ τού πολλά και της ουσίας, του
δευτερεύοντος και του ουσιώδους. Το πολύ είναι πάντοτε σε βάρος του ουσιώδους.
Τα πολλά εμποδίζουν τόσο την ακρόαση όσο και την υπηρεσία. Το πολύ δώσε, ακόμη
και από αγάπη, κινδυνεύει να ξεχάσει την επαφή, η πολλή καλλιέργεια των σχέσεων
μπορεί να αγνοήσει τις άλλες ανάγκες.
Δεν υπάρχει λοιπόν δίλημμα τι να τα διαλέξω την ακρόαση ή την υπηρεσία, την προσευχή
η την δραστηριότητα .
Η ακρόαση δίνει το νόημα και αποπροσανατολίζει την υπηρεσία που οικοδομεί και εφαρμόζει.