Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

4η Κυριακή της Τεσσαρακοστής (Λκ.15,1-3.11-32)


Συμπόνια:  Η αποκατάσταση της χαμένης αξιοπρέπειας

Κυριακή  10 Απριλίου  2016

            Πολλές φορές  χρειάζεται να χάσουμε κάτι για να το εκτιμήσουμε. Η παραβολή μάς παρουσιάζει κάποιον, ένα γιό  που αφήνει την ηρεμία και την ειρήνη  του πατρικού  σπιτιού και  την οικογένεια, για να ανοίξει τους δικούς του ορίζοντες και να ταξιδέψει σε ξένες χώρες και χώρους, γιατί πιστεύει ότι εκεί θα έχει μια ολοκληρωμένη δικιά του ζωή, πράγμα  που στο σπίτι του δεν μπορεί να πετύχει, εκεί υπάρχει  η επιρροή του πατρικού σπιτιού και της οικογένειας που τον περιορίζουν. Όταν περάσει ο πρώτος ενθουσιασμός και  καταναλωθούν τα αγαθά και ξεθυμάνει  το «μεθύσι» της αποκτημένης ελευθερίας, αργά ή γρήγορα  οι καθημερινές ανικανοποίητες  ανάγκες κάνουν να φανεί τι ακριβώς είναι αυτές οι «έξω από το σπίτι ευκαιρίες, σε άλλα μέρη » που τόσα υπόσχονται… είναι κούφιες. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να οδηγήσει στο  πρώτο -συχνά επώδυνο- βήμα προς την απελπισία  ή  στην ευκαιρία,  ώστε με ταπεινότητα να βρει κάποιος τον εαυτόν του,  να μαζέψει τα κομμάτια της ύπαρξής του, να αρχίσει την αποκατάσταση και την ανασυγκρότησή της και στη συνέχεια να προοδεύσει, όπως συνέβηκε στο νεαρό γιό της παραβολής.

Ας ακούσουμε την παραβολή μας από το κατά Λουκάν άγιο ευαγγέλιο.


Όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού και να τον ακούνε. Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο  γιος  του  του  είπε: “πατέρα, αμάρτησα  στο  Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου”. Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: “βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται.
Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: “γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός”. Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι”. Κι ο πατέρας του του απάντησε: “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό, τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”».

Λόγος του Κυρίου


Ας πάρουμε τους πρωταγωνιστές αυτής της παραβολής.

      Ο ΠΑΤΕΡΑΣ : Ας ξεκινήσουμε συνοψίζοντας τη σκέψη του πατέρα της παραβολής ως εξής:  «Μέχρι σήμερα ήμουν για σας ο πατέρας και εσείς τα παιδιά μου, γιατί έτσι μου δωρίθηκε από τη γέννησή σας. Σας προστάτευα, σας παρείχα οικονομική σιγουριά  και σεις  με υπακούσατε, με τιμήσατε, με υπηρετήσατε… ίσως δεν μπορούσατε να κάνετε και διαφορετικά.
Από σήμερα, όμως, είστε ελεύθεροι να διαλέξετε το πώς θα είσαστε  ή όχι  παιδιά μου. Σας δίνω, λοιπόν, ό,τι χρειάζεστε, τα αγαθά, για να μπορέσετε αυτόνομα, ελεύθερα να αποφασίσετε.».
Στον Μικρό το μερίδιό του. Στον Μεγάλο ό, τι είναι δικό μου είναι δικό σου. Αυτή είναι μια απόφαση με ρίσκα και για τις τρεις πλευρές. Και  αρχίζει το  δράμα μιας παρεξηγημένης αγάπης.

Ο ΜΙΚΡΟΣ  γιός  πιστεύει ότι η ολοκλήρωσή του είναι μακριά από τον  πατέρα  του. Ο  ΜΕΓΑΛΟΣ  μένει με τον Πατέρα από ψυχρό υπολογισμό και ονειρεύεται μια γιορτή χωρίς τον Πατέρα. Και οι δυο από διαφορετικούς δρόμους, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την κρίση.
Ο μικρός αποδείχθηκε κακός διαχειριστής των αγαθών και της ελευθερίας του. Καταστράφηκε και έφτασε  στην απελπισία  και « εις εαυτόν δε ελθών » αντιλαμβάνεται : α) ότι το μόνο που μπορεί και ξέρει να κάνει είναι να σπαταλά δυνάμεις, πόρους, ελευθερία,  β) ότι  δεν μπορεί να ελπίζει βοήθεια από κανέναν, είναι μόνος, άρα  και χαμένος, και  είναι φτωχός,  γ) Μια διέξοδος, που και αυτή δεν είναι η επιθυμητή λύση, να εργάζεται για ένα αφεντικό, που φροντίζει για την απόδοση της επένδυσής του, χοίροι, και όχι για το μισθωτό του. Δεν τον αφήνουν να φάει τα χαρούπια, γιατί είναι για τους χοίρους που  πρέπει  να  παχύνουν, είναι  η  επένδυση  του  αφεντικού  και  πρέπει  να  αποδώσει, δ) Συνειδητοποιεί ότι στο σπίτι του πατέρα του γίνεται το αντίθετο,  φροντίζουν για την καλοπέραση και των μισθωτών.
Η υπεροψία  φέρνει το χαμό, η ταπεινοφροσύνη (επιστροφή στο σπίτι του πατέρα) φέρνει τη σωτηρία. Ο αμαρτωλός έχει ένα αβαντάζ : συνειδητοποιεί το «απροχώρητο» στο οποίο ο εγωισμός τον οδήγησε.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ γιός διαθέτει  αναπτυγμένο το  αίσθημα της  δικαιοσύνης : «εγώ είμαι εντάξει, οι άλλοι δεν είναι σαν και εμένα.»  Αυτή η υπεροψία τον οδήγησε σταδιακά στη σκλήρυνση της καρδιάς του. Δεν αισθάνεται αδελφός, δεν μπορεί να συμμετέχει στη γιορτή του πατέρα του για τον αδελφό. Τον πατέρα  τον αντιλαμβάνεται ως ένα αφεντικό που δεν του αναγνωρίζει τα δικαιώματά  του.
Και για το μεγάλο η ώρα της κρίσης ήρθε, όχι με την καταστροφή, αλλά με τη φθορά του χρόνου. Και σ’ αυτόν τέθηκε το ερώτημα της υπεροψίας ή της ταπεινοφροσύνης. 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ  αποκαθιστά το μικρό γιο στη χαμένη του αξιοπρέπεια και συνδιαλέγεται με το μεγάλο για να τον βγάλει από την ομίχλη της σκληροκαρδίας του.
Αυτά είναι τα παράδοξα της αγάπης, κάποιος την προσφέρει και στην αρχή δεν γίνεται κατανοητή. Γίνεται αντιληπτή, για παράδειγμα, στην παραβολή μας ως περιορισμός της ελευθερίας. Η αλλαγή της νοοτροπίας, για να μπορέσει να δει καθαρά και να εκτιμήσει,  γίνεται επίπονα, αλλά όταν γίνει  δεκτή  δωρίζει χαρά, από κάποιον άλλον.
Ο καθένας μας επιθυμεί μια ζωή γεμάτη και ολοκληρωμένη. Σε όλους ο Θεός δίνει  τα κατάλληλα εφόδια, αλλά ζητά και τη συνεργασία μας με την καλή της  χρήση, ώστε η ζωή μας να γεμίζει και να ολοκληρώνεται και να είναι καρπός της προσπάθειάς μας, της αναζήτησής μας και της συνύπαρξής μας μαζί Του.
Για όλους, αργά ή γρήγορα, έρχεται  η στιγμή που «πιάνεις πάτο του βαρελιού, που πίστευες ότι θα έβρισκες το θησαυρό. Τότε γυρίζεις το βλέμμα προς τα πάνω και βλέπεις, ίσως στην αρχή, θολά τον ουρανό!!!».
Η εμπειρία της επιστροφής δεν είναι τραυματική, αλλά γεμάτη τρυφερότητα και επανεντάσσει  πέρα από κάθε αναμονή. Είναι εμπειρία κοινωνίας ζωής με τον σπλαχνικό πατέρα, που μεταμορφώνει.
Μπορούμε να κάνουμε και μια πολιτική ανάγνωση της παραβολής. 
Η ανασυγκρότηση που μικρού γιού  αρχίζει από τη διαπίστωση ότι  στο σπίτι του πατέρα  του, όλοι, εργοδότες και εργαζόμενοι, περνούσαν καλά, υπήρχε  αφθονία φαγητού,  επειδή  εκεί επικρατεί  η οικονομία της κοινωνίας,  δηλαδή  «εργάζονται για το κοινό καλό,  το κοινό συμφέρον, άρα είναι αποδοτικοί», ενώ εκεί που αυτός, από ανάγκη, οδηγήθηκε  να εργάζεται, βασιλεύει  η οικονομία της συσσώρευσης των αγαθών και η απόδοση της επένδυσης  του αφεντικού. Δεν τον άφηναν να φάει από τα χαρούπια, γιατί έπρεπε οι χοίροι να παχύνουν και  όχι εκείνος, σ’ αυτόν, δε, είχε δοθεί μισθός πείνας.  Έξω από το σπίτι του : εγωισμός,  άρα  μοναξιά, ο καθένας για τον εαυτόν του. Στο σπίτι του : σύμπνοια και ευτυχής συνύπαρξη. Αυτό επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά, αφού μόλις γυρίσει,  ο πατέρας τον κάνει δεχτό με χαρά και  αγαλλίαση, με  συμπόνια και  με ευσπλαχνία  και τον αποκαθιστά  στην αξιοπρέπεια «του υιού» πριν ακόμη  αυτός του ζητήσει συγγνώμη. Είναι ο Πατέρας που μοιράζεται τη ζωή με τα παιδιά, ακόμη και όταν τα παιδιά δεν  καταλαβαίνουν. Ωστόσο ο μεγάλος  γιός που είχε μείνει στο σπίτι δεν καταλάβαινε τον πατέρα.  Έμεινε από «δεύτερους σκοπούς» που δεν τον άφηναν να χαρεί το γεγονός τού  «ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου, αυτό και για την αποκατάσταση του μικρού είχε μείνει» :  η χαρά της συνύπαρξης  με τον αδελφό που επιστρέφει δεν τον αγγίζει, βλέπει έναν άσωτο, πρέπει να τιμωρηθεί, και εκείνος μένει στα δικά μου δικά μου, εγώ να διασκεδάσω με τους δικούς  μου, το κατσικάκι μου. 
Ο Θεός  είναι  αυτός που προσφέρει την αγάπη του σε όλους, ωστόσο μπορεί να μη γίνει δεκτός, και έτσι να μας φαίνεται μεροληπτικός για όσους τη δέχονται.