Ο Ιησούς Χριστός ορατό
πρόσωπο του Θεού
3 Ιανουαρίου 2016
Το σημερινό ευαγγελικό κείμενο, είναι ο πρόλογος του
Ευαγγελίου κατά Ιωάννη και έρχεται ως επιστέγαση εκείνων που διαβάσαμε τούτες
τις μέρες των χριστουγεννιάτικων γιορτών
και τα οποία μας αφηγήθηκαν τα γεγονότα της γέννησης του Σωτήρα Χριστού.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι ένας
θεολογικός στοχασμός πάνω στα ίδια γεγονότα. Ξεκινώντας από το ιστορικό
δεδομένο μάς μιλάνε για το σφαιρικό νόημα των συμβάντων.
Στον πρόλογό του ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ενώ βρίσκεται στην
αρχή και πρέπει να σκεφτούμε ότι είναι η
πρώτη σελίδα του ευαγγελίου, ήταν η
τελευταία σελίδα του όλου έργου που
γράφτηκε, μιας και μας παρουσιάζει σε σύνοψη
όλα τα θέματα, δίνοντας μια μικρή πρόγευση των θεμάτων που θα αναπτύξει σε όλο
του το βιβλίο.
Ανάγνωσμα από το κατά Ιωάννη άγ.
Ευαγγέλιο (Ιω 1,1-18)
Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήτανε με τον Θεό κι ήταν Θεός ο Λόγος.
Απ’ την αρχή ήταν αυτός με τον Θεό. Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν
κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυτός ήτανε η ζωή,
και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. Το φως αυτό έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι, μα το σκοτάδι δεν το δέχτηκε.
Ο Θεός έστειλε έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Ιωάννη· αυτός ήρθε ως μάρτυρας για να κηρύξει ποιος είναι το φως, ώστε με τα λόγια του να πιστέψουν όλοι. Δεν ήταν ο ίδιος το φως, ήρθε όμως για να πει ποιος είναι το φως.
Ο Λόγος ήταν το αληθινό το φως, που καθώς έρχεται στον κόσμο
φωτίζει κάθε άνθρωπο. Μέσα στον κόσμο ήταν, κι ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε,
μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. Ήρθε στον τόπο το δικό του,και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν.Σ’ όσους όμως τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν, έδωσε το δικαίωμα
να γίνουν παιδιά του Θεού. Απ’ το Θεό γεννήθηκαν αυτοί και όχι από γυναίκας αίμα, ούτε από επιθυμία ανθρώπινη ή επιθυμία άντρα. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα, η δόξα που ο μοναχογιός την έχει απ’ τον Πατέρα, ήρθε γεμάτος χάρη θεϊκή κι αλήθεια για μας. Ο Ιωάννης είπε επίσημα τη γνώμη του γι’ αυτόν και τη διακήρυξε λέγοντας: «Γι’ αυτόν ήταν που είπα, “εκείνος που έρχεται ύστερα από μένα είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν από μένα”». Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια δωρεά πάνω στην άλλη.
Ο νόμος δόθηκε δια του Μωυσέως, η χάρη η θεϊκή όμως και η αλήθεια ήρθε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού. Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό.
Λόγος του Κυρίου
Εν αρχή είναι
ο Λόγος. Ο ευαγγελιστής αρχίζει το ευαγγέλιό του με την έκφραση Εν αρχή,
που είναι η ίδια έκφραση που
βρίσκεται και στην αρχή της πρώτης γραμμής της Αγ. Γραφής. Εκεί, στο βιβλίο της Γενέσεως,
ο αγιογράφος μάς μιλάει για την απόλυτη αρχή της δημιουργίας εκ του μηδενός, εκ
μέρους του Θεού. Εδώ ο ευαγγελιστής θέλει να βάλλει τα πράγματα, κατά κάποιο
τρόπο, σε μια άλλη βάση. Μιλά για τον Ίδιο το Δημιουργό. Ο ευαγγελιστής δηλώνει ότι, όπως με τον άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξει
στιγμή που, ο ίδιος και ο Λόγος- λογική, λόγος- φωνή, δηλαδή ο τρόπος
επικοινωνίας του με το περιβάλλον, να μην συνυπάρχουν, έτσι και με το Θεό. Για το Θεό Πατέρα, όπως
στην αγία Τριάδα τον ονομάζουμε, και το Λόγο Γιο, δεν υπάρχει χρόνος που να μην
συνυπάρχουν. Η διαφορά είναι ότι, ενώ για τον άνθρωπο είναι μόνο μέσο
επικοινωνίας και αναγνώρισης, ο Λόγος του Θεού δεν είναι μόνο η έκφραση του Θελήματος,
αλλά και η δημιουργική πράξη του, η οποία δίνει ύπαρξη και ζωή στο σχέδιο του
Θεού.
Ο Λόγος και το φως
ταυτίζονται. Το φως, από την ίδια την ύπαρξή του, νικά το σκοτάδι. Δεν έχει βίαιες
εκδηλώσεις, δεν πρέπει να καταπολεμήσει το σκοτάδι, απλά φωτίζει και το φως
διαθλάται, και στο μέτρο που ακτινοβολεί, το σκοτάδι συρρικνώνεται.
Ο Λόγος ήταν το αληθινό το φως, που καθώς έρχεται στον
κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο. Μέσα στον
κόσμο ήταν, κι ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος.
Γιατί, στο όνομα του Θεού
του παρελθόντος, αρνήθηκαν να δεχτούν το Θεό όπως τώρα σε αυτούς αποκαλύπτεται.
Αυτή η μη αποδοχή ξεκινά από την αλλοίωση της εικόνας του Θεού που είχαν κάνει,
καθιστώντας τον μέρος της επιβολής και της άσκησης της εξουσίας τους, έως να τη
διαμορφώσουν σύμφωνα με τη δική τους στενή ανθρώπινη λογική. Ενώ, τώρα,
παρουσιάστηκε με το πραγματικό του πρόσωπο: αγάπη, ευσπλαχνία, συμπόνια, υπηρεσία και έτσι τους αναστάτωνε το κατεστημένο
τους.
Σ’ όσους όμως τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’
αυτόν, έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού. Απ’ το Θεό γεννήθηκαν αυτοί
και όχι από γυναίκας αίμα, ούτε από επιθυμία ανθρώπινη ή επιθυμία άντρα. Σύμφωνα
με το εδάφιο αυτό, Παιδιά του Θεού δεν γεννιούνται, ούτε ταυτίζονται με
περιβάλλοντα, όποια και αν είναι αυτά: θρησκευτικά, εθνικά, πολιτιστικά κοκ, αλλά
γίνονται όταν αποδεχτούν το Φως, το Λόγο της ζωής, κάνοντάς τον Φως και Λόγο της δικιάς τους ζωής, αφήνοντάς
τον να τη φωτίσει και να της δώσει νόημα.
Και συνεχίζοντας ο ευαγγελιστής αναφέρεται στην Ενσάρκωση του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού: Ο Λόγος έγινε σάρκα κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας.. Ο ευαγγελιστής, όπως θα περιμέναμε, δεν λέει ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος αλλά σάρκα, γιατί για τον ευαγγελιστή Ιωάννη η σάρκα είναι ο άνθρωπος σε όλη την αδυναμία του. Το αρχαίο κείμενο λέει εν ημίν που μπορεί να αποδοθεί και ως ανάμεσά μας, αλλά εδώ φαίνεται να εννοεί μέσα μας.
Η σκηνή στην ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση δεν
είναι απλά ένας τρόπος κατοικίας προσωρινός, αλλά είναι άμεση αναφορά στη Σκηνή
της Κιβωτού της Διαθήκης, κάτω από την οποία
φυλασσόταν η Κιβωτός της Διαθήκης κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης του λαού
του Ισραήλ στην έρημο, και που τελικά στεγάστηκε στο Ναό της Ιερουσαλήμ, και
ήταν το απόλυτο σημείο της παρουσίας του Θεού ανάμεσα στους δικούς του.
Με αυτό τον τρόπο ο ευαγγελιστής δηλώνει, με
πολύ έμφαση, κάτι το καταπληκτικό. Λέει:
Δεν χρειάζεται πια εμείς οι άνθρωποι, ακόμη και με την τόση αδυναμία μας,
σάρκα, να αναζητούμε το Θεό. Εκείνος έρχεται σε μας και γίνεται ένα με μας, αν εμείς τον κάνουμε
δεκτό. Κάθε άνθρωπος να γίνει ο ναός του, από τον οποίο ο Θεός να ακτινοβολεί
την αγάπη του, την ευσπλαχνία του.
Ο Θεός μέσω του Λόγου του, που Ενσαρκώθηκε στον Ιησού
από τη Ναζαρέτ, μας ζητά να γίνει δεκτός
από τον άνθρωπο, για να τον καταστήσει πραγματική εικόνα του και ομοίωσή του, ώστε
να διευρύνει την ικανότητα του ανθρώπου να αγαπά, ακτινοβολώντας την αγάπη του
Θεού. Αρχίζει με τον Ιησού μια νέα εποχή. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να γίνουν κάτι άλλο για να
συναντήσουν το Θεό, αλλά να κάνουν δεκτό το Θεό που έρχεται να τους συναντήσει,
μέσω του Ιησού, και να τον αφήσουν να τους μεταμορφώσει.
Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια
δωρεά πάνω στην άλλη, πιο απλά
σημαίνει ότι η αγάπη που δεχτήκαμε μας μεταμορφώνει σε αγάπη που δίνεται. Η
αγάπη, την οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος, έρχεται να τον συναντήσει και όχι εκείνος να
την αναζητήσει, από εκείνον ζητά μόνο να τη μοιραστεί. Εκείνο που προτείνει ο
Ιησούς δεν είναι μια συμφωνία φιλίας μεταξύ ανώτερου Θεού και κατώτερου
ανθρώπου, αλλά τη συνύπαρξη παιδιών με πατέρα
βασισμένη στην αποδοχή και στην ομοιότητα της αγάπης.
Και τελειώνει ο πρόλογος με τη διαπίστωση Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό·
μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον
έκανε γνωστό. Ο Ιησούς δεν είναι όπως ο Θεός, δεν μοιάζει του Θεού, αλλά
ο Θεός είναι όπως ο Ιησούς. Δεχόμενοι τον Ιησού υποδεχόμαστε το Θεό. Στην πράξη, όποια ιδέα και να έχουμε του Θεού,
για να κρίνουμε την ορθότητά της πρέπει να τη συγκρίνουμε με τον Ιησού.
Αργότερα ο Ιησούς θα διακηρύξει: όποιος έχει δει εμένα, δηλαδή όποιος στα βάθη
της ύπαρξής του με έχει γνωρίσει, έχει δει το Θεό.
Τελικά ιδού το κήρυγμα
των Χριστουγέννων: Με την ενσάρκωση, δεν
είναι ο άνθρωπος που πρέπει να αναζητά το Θεό για να θεωθεί, αλλά είναι ο Θεός
που γίνεται άνθρωπος για να θεώσει τον άνθρωπο. Όσο ο άνθρωπος γίνεται περισσότερο
άνθρωπος, εικόνα και ομοίωση του Θεού, τόσο περισσότερο θα αποκαλύπτει το θεϊκό
που υπάρχει σε αυτόν.