Έχετε θάρρος! Εγώ είμαι. Μη φοβάσθε!".
Κυριακή 13 Αυγούστου 2017
Διαβάζοντας την σημερινή ευαγγελική περικοπή, το εντυπωσιακό περπάτημα του Ιησού πάνω στα ταραγμένα νερά της λίμνης και ο λόγος του που τα γαληνεύει, είναι εκείνα τα σημεία που αναμφίβολα και με μεγάλη ευκολία τραβούν την προσοχή μας.
Θα σταματήσουμε όμως στον φόβο των μαθητών και στον Πέτρο που ταλαντεύεται και αμφιβάλλει αν, αυτός που βλέπει μπροστά του, είναι ο Κύριος Ιησούς, ο Γιός του Θεού, που θέλει να ξεπεράσει την αμφιβολία του σε όλο της το εύρος.
Ανάγνωσμα από το κατά Ματθαίο Αγ. Ευαγγέλιο (14,22-33)
Κι αμέσως υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε πριν απ' αυτόν στην αντίπερα όχθη, έως ότου διώξει τον κόσμο.Κι όταν απέλυσε το πλήθος, ανέβηκε μόνος του στο βουνό για να προσευχηθεί. Και όταν βράδιασε ήταν εκεί μόνος του.Το πλοιάριο, στο μεταξύ, απείχε αρκετά στάδια από τη στεριά και το συγκλόνιζαν τα κύματα, επειδή ο άνεμος ήταν αντίθετος. Κατά τα ξημερώματα, ο Ιησούς τους πλησίασε περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Οι μαθητές βλέποντάς τον να περπατεί πάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν κι έλεγαν: "Είναι φάντασμα!" κι από το φόβο τους έβγαλαν φωνή. Αλλά ο Ιησούς αμέσως τους μίλησε και τους είπε: "'Εχετε θάρρος! Εγώ είμαι. Μη φοβάσθε!".Του απάντησε τότε ο Πέτρος και του είπε: "Κύριε, αν είσαι εσύ, διέταξέ με να έλθω κοντά σου πάνω στα νερά".Κι εκείνος είπε: "'Ελα!". Κι ο Πέτρος, αφού κατέβηκε από το πλοιάριο, περπάτησε πάνω στα νερά και έφθασε μέχρι τον Ιησού. Βλέποντας, όμως, τον ισχυρό άνεμο, φοβήθηκε και όταν άρχισε να βουλιάζει έβγαλε μια κραυγή και είπε: "Κύριε, σώσε με!". Και αμέσως, ο Ιησούς απλώνοντας το χέρι τον έπιασε και του είπε: "Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;". Και μόλις ανέβηκαν στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Κι εκείνοι που βρισκόταν στο πλοιάριο, τον προσκύνησαν λέγοντας: "Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!".
Λόγος του Κυρίου
Ο Πέτρος, λοιπόν, παρουσιάζει στον Ιησού ένα θαρραλέο αλλά και παρακινδυνευμένο αίτημα : «Κύριε, αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έλθω κοντά σου πάνω στα νερά». Θέλει να πάει προς το Θεό ˙ σωστό και ωραίο αλλά, μέσω ενός θαύματος˙ δηλαδή με τρόπο επιδεικτικά εντυπωσιακό, και το θέλει για κείνον μόνον ή για την περιορισμένη ομάδα των συντρόφων του. Το αντίθετο από ό, τι συνέβηκε μερικές ώρες πριν με τον πολλαπλασιασμό των ψωμιών˙ παρ’ όλο που ήταν εντυπωσιακό, όλα έγιναν ταπεινά και για το κοινό καλό.
Ο Ιησούς δεν τον αποτρέπει, δεν σβήνει ενθουσιασμούς και πρωτοβουλίες. Τον αφήνει να μάθει. Προχωρώντας ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, όχι διότι τον φόβισε η τρικυμία αλλά επειδή η εμπιστοσύνη του στον Ιησού από την αρχή ήταν ελλειμματική και οι δυσκολίες, ακόμη μια φορά, τον κλόνισαν. Συνήθως η αμφιβολία κρύβει την επιθυμία του ενδιαφερόμενου όχι μόνον να την ξεπεράσει με μια πράξη που εδράζεται στην εμπιστοσύνη αλλά επιδιώκει, η πράξη αυτή να είναι δυναμική, επιβλητική και αποστομωτική έτσι ώστε να έχει την απόλυτη βεβαιότητα της καλής επιλογής του. Για παράδειγμα : όλοι θα θέλαμε να πάμε στον Ιησού όχι μόνο μέσω σημείων που πηγάζουν από τη δύναμη της αγάπης και της αφοσίωσης, σημείων ταπεινών, αλλά και μέσω επιβλητικών θαυμάτων που να μην αφήνουν θέση σε αμφιβολίες. ΄ Ηδη, “οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι,... του ζήτησαν να τους δώσει απόδειξη με ένα σημείο από τον ουρανό”. (Μτ.16,2) και εκείνος δεν τους ικανοποίησε γιατί ήθελε να γίνει δεκτός από αγάπη και όχι από επιβολή.
Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβουμε ότι η ανταριασμένη λίμνη που οι Απόστολοι αντιμετώπισαν, στη δεύτερη γενιά μαθητών του Ιησού, γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης ζωής με τις αντιξοότητές της, τις περίσσιες δοκιμασίες της και τις χαρές της. Δοκιμασίες που μπορούν να μας οδηγήσουν, είτε στην απελπισία και στην εγκατάλειψη, -«δε βαριέσαι, όσα έρθουν και όσα πάνε» -, είτε στην ωριμότητα, όταν με υπευθυνότητα και με τη βοήθεια του Θεού, παίρνουμε στα χέρια τη ζωή μας και προσπαθούμε να την κουμαντάρουμε και να την οδηγήσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να φτάσει σε κάποιο σκοπό που τη γεμίζει, και να μπορούμε να πούμε ότι «αξίζει τον κόπο να παλέψω για να τη ζήσω». Αυτός είναι ο Ιησούς: σκοπός, σύντροφος και συνοδοιπόρος.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να αντιληφθούμε την ακριβή παρουσία του Θεού, διαμέσου του Αναστημένου Χριστού, ανάμεσά μας. Η παρουσία του μας φαίνεται ώρες-ώρες τόσο αχνή και νεφελώδης ως “φάντασμα”, ως μια παρουσία η οποία δεν είναι έτσι όπως θα θέλαμε να είναι, σαν κάτι που μας ξεφεύγει και που δεν μπορούμε να το καθορίσουμε. Αλλά όταν πάρουμε την απόφαση και τον εμπιστευτούμε: "Κύριε, σώσε με!" εκείνος είναι εκεί και “ αμέσως, απλώνοντας το χέρι τον έπιασε(μας πιάνει) και του είπε (και μας λέει): όχι για να τον (μας) επιπλήξει, αλλά για να τον (μας) καθησυχάσει : "Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;"