Σάββατο 1 Απριλίου 2017

5η Κυριακή της Τεσσαρακοστής



Η Ελπίδα του Πιστού

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Στην περικοπή της ανάστασης του Λαζάρου, που σήμερα θα μελετήσουμε, μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερις εικόνες που δείχνουν τη σταδιακή εμβάθυνση της πίστης της Μάρθας και της Μαρίας. Ο αναγνώστης, ακολουθώντας αυτή την πορεία, μπορεί σιγά-σιγά να προσχωρήσει εμβαθύνοντας και τις δικιές του πεποιθήσεις.

Ανάγνωσμα από το κατά Ιωάννη Άγιο Ευαγγέλιο (Ιω 11: 1-44)

Κάποιος που ονομαζόταν Λάζαρος αρρώστησε. Ήταν από τη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν η Μαρία και η αδερφή της η Μάρθα. Η Μαρία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ο Λάζαρος που αρρώστησε, ήταν αδερφός της. Έστειλαν, λοιπόν, οι αδερφές του μήνυμα στον Ιησού, και του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος».Ο Ιησούς, όταν το έμαθε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί μέσω αυτής η δόξα του Υιού του Θεού». Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της, καθώς και το Λάζαρο. Κι όμως, όταν έμαθε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δυο μέρες ακόμα. Έπειτα, αφού πέρασαν αυτές οι δυο μέρες, λέει στους μαθητές: «Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία».
Του λένε τότε οι μαθητές: «Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η μέρα; Αν περπατάει κανείς τη μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου. Αν όμως περπατάει κανείς τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί, βέβαια, το φως δεν είναι μέσα του». Αυτά είπε, κι αμέσως ύστερα τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω». Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα γίνει καλά». Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για το συνηθισμένο ύπνο. Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει, «και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί όταν πέθανε· ας πάμε όμως κοντά του». Τότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: «Πάμε κι εμείς, να πεθάνουμε μαζί του».
Όταν λοιπόν έφτασε ο Ιησούς, ο Λάζαρος βρισκόταν κιόλας τέσσερις μέρες στο μνήμα. Η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση δεκαπέντε περίπου στάδια. Πολλοί από τους Ιουδαίους της πόλης είχαν έρθει στη Μάρθα και τη Μαρία, να τις παρηγορήσουν για το θάνατο του αδερφού τους. Όταν όμως η Μάρθα έμαθε ότι έρχεται ο Ιησούς, πήγε να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι. Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου. Ξέρω όμως πως και τώρα, ό,τι κι αν ζητήσεις από το Θεό, αυτός θα σου το δώσει. «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί», της λέει ο Ιησούς. «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί, όταν θα γίνει η ανάσταση στην έσχατη ημέρα», του απάντησε η Μάρθα. Τότε ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει· και καθένας που ζει κι εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;» «Ναι, Κύριε», του λέει, «εγώ έχω πιστέψει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να ’ρθεί στον κόσμο».
Αφού τα είπε αυτά, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Διδάσκαλος έφτασε και σε ζητάει». Εκείνη, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε να πάει κοντά του, γιατί ο Ιησούς δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό, αλλά βρισκόταν στον τόπο όπου τον συνάντησε η Μάρθα. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία να σηκώνεται βιαστικά και να βγαίνει από το σπίτι, την ακολούθησαν, νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. Η Μαρία όμως, όταν ήρθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια του και του έλεγε: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου». Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει, να κλαίνε κι οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, λυπήθηκε βαθιά και ταράχτηκε. «Πού τον έχετε βάλει;» τους ρώτησε. Του λένε: «Κύριε, έλα και δες». Τότε ο Ιησούς δάκρυσε. «Δες πόσο τον αγαπούσε!» έλεγαν οι Ιουδαίοι. «Δε θα μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι, ώστε κι αυτός εδώ να μην πεθάνει;» έλεγαν μερικοί απ’ αυτούς.
Ο Ιησούς, ταραγμένος πάλι και θλιμμένος μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Αυτό ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα. «Βγάλτε την πέτρα», λέει ο Ιησούς. Του λέει η Μάρθα, η αδερφή του νεκρού: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει άσχημα, γιατί είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα».Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα πως, αν πιστέψεις, θα δεις τη δύναμη του Θεού;» Έβγαλαν, λοιπόν, την πέτρα από το μνήμα του νεκρού. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ το ήξερα ότι πάντα με ακούς· το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν πως εσύ με έστειλες». Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με φωνή δυνατή: «Λάζαρε, έλα έξω!» Βγήκε ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια σε πάνινες λουρίδες, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει»


Λόγος του Κυρίου


Ο Ευαγγελιστής, σημειώνει, ότι ο Ιησούς για το φίλο του ‘δάκρυσε’ ενώ η αδελφή του Μαρία λέει ότι ‘έκλαιγε’. Το κλάμα προσδιορίζει τα έντονα συναισθήματα που με κάποιο θορυβώδη τρόπο εκφράζονται, και φανερώνουν μια σχεδόν απελπισία για το χαμό του αγαπημένου προσώπου. Το ‘δακρύζω’ προσδιορίζει κάτι το πιο συγκρατημένο, εκφράζει την αποστροφή για τον πόνο που προκαλεί κάποιο άκρως δυσάρεστο γεγονός, στην προκειμένη περίπτωση ο θάνατος του φίλου, και αλληλεγγύη με τον πόνο των συγγενών, αλλά όχι απελπισία. Αρνείται να ανεχθεί το θάνατο του φίλου του, και τα δάκρυα της αγάπης του Ιησού είναι η Σωτηρία του φίλου Λαζάρου, αλλά και του καθενός μας. Ο Λάζαρος έζησε την ανάσταση γιατί ο Ιησούς, ο Γιός του Θεού, τον αγαπούσε.


Ο Ιησούς λέει στη Μάρθα: “Ο αδερφός σου θ’αναστηθεί”. Η Μάρθα δεν αμφιβάλλει γι’αυτό. “Ξέρω ότι θ’αναστηθεί την τελευταία ημέρα”. Η πεποίθηση που εκφράζει η Μάρθα αφορά το μέλλον. Ο Ιησούς, όμως, μιλώντας για την ανάσταση αναφέρεται στο παρόν : «ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί», τώρα. Έχουμε τη συνάντηση των δύο τρόπων πίστης στην ανάσταση: από τη μια, του παλιού όπως πρέσβευαν οι δύο αδελφές μαζί με τους Φαρισαίους και την πλειοψηφία του απλού πιστού λαού: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ θα γίνει στο τέλος του κόσμου, και από την άλλη του νέου, αυτού που αποκαλύπτει ο Ιησούς: την Ανάσταση, που γίνεται παρούσα στο πρόσωπό του και φανερώνεται μέσα στην ιστορία, και από τώρα νικά το θάνατο και ανανεώνει τη ζωή.

Ο Ιησούς διακηρύσσει: “Εγώ Είμαι η ανάσταση και η ζωή”. Το “Εγώ Είμαι’’ είναι μια άμεση αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: είναι το όνομα που ο Θεός έδωσε στο Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο όταν αυτός τού το ζήτησε. Θα λέγαμε είναι η οικειοποίηση του Ονόματος του Θεού, εκ μέρους του Ιησού, που αποκαλύπτει το ποιος είναι και ποια η σχέση του με το Θεό. Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής, έτσι και ο Ιησούς φανερώνει με τη ζωή και το έργο του τον αληθινό Θεό, του οποίου μεγαλύτερο δώρο και συνάμα η αποκάλυψή του είναι το δώρο της ζωής. Της ολοκληρωμένης ανθρώπινης ζωής, που βιώνεται και αναπτύσσεται κάτω από τον αστερισμό της αιωνιότητας και όχι της προσωρινότητας. Και για μας τους μαθητές του Χριστού αυτή η ζωή η αναστημένη αρχίζει με το Βάπτισμα.

Υπήρχε εκεί κόσμος πολύς για να παρηγορήσει τις αδελφές, σημειώνει ο Ευαγγελιστής. Μόνον ο Ιησούς έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω από συμπόνια και παρηγοριά. Προσκομίζει μια νέα ζωή που δεν έχει πια ανάγκη της παρηγοριάς, επειδή είναι η Δόξα του Θεού. Αμέσως λέει στη Μάρθα : “εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει· και καθένας που ζει κι εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ” και τη ρωτά “Το πιστεύεις αυτό;”. Δεν της ζητά μια διανοητική επιβεβαίωση, αλλά ένα υπαρξιακό βίωμα: αν δηλαδή είναι διατεθειμένη να του δείξει τέτοια εμπιστοσύνη, ώστε πάνω του να οικοδομήσει την παραπέρα ζωή της.

Ο Χριστιανός, που ετοιμάζεται στο τέλος της Τεσσαρακοστής να ανανεώσει τις υποσχέσεις του Βαπτίσματος ή ο Κατηχούμενος που προετοιμάζεται για το Βάπτισμά του, μπροστά στο “σημείο” (αποκάλυψη της παρουσίας της δράσης του Θεού μέσα στην ιστορία του ανθρώπου για τη σωτηρία του ανθρώπου) της ανάστασης του Λαζάρου, καλούνται, ο Κατηχούμενος προσερχόμενος στο Βάπτισμα να οικοδομεί τη ζωή του ζώντας την εν Χριστώ που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, ο δε Χριστιανός στην αγρυπνία του Πάσχα να ανανεώσει την αφοσίωση και την προσκόλλησή του στον Ιησού που είναι η Ανάσταση και η Ζωή. Και οι δύο καλούνται να χαρούν και να βιώσουν την προτροπή του Αγ. Παύλου προς τους Γαλάτες: “Αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό είστε όλοι παιδιά του Θεού, κι αυτό, γιατί όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού έχετε ντυθεί το Χριστό (Γαλ 3,26-27).

Μια ακόμη μικρή σημείωση. Πολλές φόρες έχουμε τον πειρασμό να μεμψιμοιρούμε και να λέμε αν είχαν γίνει τα πράγματα αλλιώς, αν μπορούσαμε να τα γυρίσουμε πίσω και να τα διευθετούσαμε διαφορετικά, θα ήταν καλύτερα κοκ. Το σημερινό επεισόδιο, μεταξύ των άλλων, θέλει να μας θυμίσει ότι η ζωή βρίσκεται πάντα μπροστά μας και είναι πλούσια σε καλές εκπλήξεις για εκείνον που στο παρόν του δεν σταματά για να κλάψει το παρελθόν του και τις χαμένες ευκαιρίες, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει νέες.