Όταν
συναντήσεις το Χριστό δεν μένεις ο ίδιος
Κυριακή 26 Μαρτίου 2017
Τα
41 εδάφια της ευαγγελικής μας περικοπής
έχουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας δίκης
με δύο κατηγορούμενους: τον Ιησού που
κατηγορείται ως αμαρτωλός γιατί θεράπευσε
ένα εκ γενετής τυφλό το Σάββατο,
παραβιάζοντας την πιο ιερή εντολή του
νόμου, και τον ίδιο τον τυφλό που
κατηγορείται ότι πιστεύει στον ευεργέτη
του.
Ανάγνωσμα
από το κατά Ιωάννη άγιο Ευαγγέλιο ( Ιω
9, 1-41)
Καθώς
πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε
έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός.
Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του:
«Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε
αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»
3Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε
ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός
για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του
Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα,
πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’
έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας
δεν μπορεί να εργάζεται. 5Όσο είμαι σ’
αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον
κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε
κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε
με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του
είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα
του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος
από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος,
πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω,
έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον
έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός,
έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που
καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί
έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν:
«Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος
όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν:
«Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;»
Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που
τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε
τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην
κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα
λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως
μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο
άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους
απάντησε.
Τον
έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο
που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε
ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια
ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι
Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε
το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε
πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και
βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους
έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να
είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν
τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι
όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός
άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και
υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν
λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’
αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα
μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι
προφήτης».
Οι
Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν
πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το
φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του
ανθρώπου 19και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι
ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;
Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του
τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός
είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός·
πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή
ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το
ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος
είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον
εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του,
από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι
Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει
να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος
παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.
23Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος
είναι, ρωτήστε τον ίδιο».
Κάλεσαν,
λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο
που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες
την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς
ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι
αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε:
«Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα
ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου
άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας»,
τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε·
γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως
θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;»
Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ
είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε
μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο
Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν
δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε
απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ
είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε
από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός
μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός
τούς αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά
αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το
θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε
που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’
ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου
τυφλού.Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε
θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι
βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που
γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και
κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον
πέταξαν έξω.
Ο
Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και,
όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις
στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε:
«Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να
πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας
δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει
τώρα μαζί σου, αυτός είναι».Τότε εκείνος
είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Κι ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε
κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε
βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι
που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί».
Μερικοί
Φαρισαίοι που ήταν εκεί μαζί του, άκουσαν
τα λόγια αυτά και του είπαν: «Μήπως
είμαστε κι εμείς τυφλοί;»«Αν ήσασταν
τυφλοί», τους απάντησε ο Ιησούς, «δε θα
ήσασταν ένοχοι· τώρα όμως λέτε με
βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας
λοιπόν παραμένει».
Λόγος
του Κυρίου.
Ο
Ιησούς συναντά, λοιπόν, έναν τυφλό
ζητιάνο. Κάποιον που περιμένει τα πάντα
από τους άλλους. Και όχι μόνο αυτό αλλά
από τους πολλούς λογίζεται ως αμαρτωλός
μιας και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.
Πράγματι οι Απόστολοι, που συνοδεύουν
τον Ιησού και αντιπροσωπεύουν την κοινή
αντίληψη του περιβάλλοντός του, ρωτούν
«Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε
αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»
Ο Ιησούς με την απάντηση του αρχίζει να
βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση:
«Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς
του”. Ο Ιησούς τον συναντά χωρίς να
εκφέρει κάποια κρίση γι’ αυτόν. Τον
συμπονά και του προσφέρει ό,τι έχει, τη
θεραπεία.
Πριν
από τη θεραπεία όλοι γνώριζαν τον τυφλό
με το όνομά του ήταν σίγουροι ότι ήξεραν
ποιός είναι. Μετά από τη θεραπεία γίνεται
ένα αίνιγμα για όλους.
Η
επαφή με τον Ιησού τον άλλαξε, όχι βέβαια
στην εξωτερική εμφάνιση, αν εξαιρέσουμε
ότι απέκτησε ότι το καλύτερο μπορούσε
να του συμβεί να βλέπει, αλλά στον τρόπο
που σκέφτεται, που τοποθετείται στη
ζωή. Αυτό προβληματίζει τους άλλους
γύρω του. Στο πρόσωπό του βλέπουν ένα
πρόβλημα και όχι έναν άνθρωπο που είδε
το φως του και μαζί του να χαρούν.
Έχουν
ένα μεγάλο ηθικό πρόβλημα. Η παρουσία
του και μόνο τους προβληματίζει. Τι
μετρά περισσότερο, να τηρηθεί ο νόμος,
να σωθεί και να διατηρηθεί η κατεστημένη
κατάσταση και έτσι να ξέρουμε τι γίνεται
γύρω μας που η ζωή κινείται; Στο βάθος
είναι τελικά ποια αντίληψη του Θεού και
της θρησκείας έχουν. Ένα Θεός που βάζει
εντολές νομούς και κανόνες και μη
θρησκεία που τα πάντα ρυθμίζει μέχρι
και τις λεπτομέρειες της ζωής του
ανθρώπου, που αν δεν εκπληρωθούν κατά
την αντίληψή τους, η επαφή με το Θεό
γίνεται προβληματική, γιατί πάντα κάτι
δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί κατά νόμο;
ή
ενός Θεός που αποκαλύπτεται μέσα στη
ζωή των ανθρώπων και είναι ζωντανός και
απρόβλεπτος, που απευθύνεται στην
ελευθερία του ανθρώπου και στην υπεύθυνη
και ελεύθερη δέσμευση μαζί του που
πηγάζει και ζωοποιείται από μια καθαρή
και ανιδιοτελή καρδιά, και αυτή η σχέση
αντανακλάται στις σχέσεις του ανθρώπου
με τον πλησίον;
Ο
τυφλός, τώρα δεν εξαρτάται απέκτησε την
ελευθερία του προσπαθεί να καταλάβει
να διαμορφώσει μια προσωπική εκτίμηση
των πραγμάτων γύρω του, αντιστέκεται,
και στους σοφούς : “Εσείς μιλάτε”, τους
λέει, “αλλά εγώ βλέπω. Έχω μια καινούργια
εμπειρία ζωής και είναι αυτό που μετρά”.
Ο
Ιησούς διδάσκει ότι η δόξα του Θεού δεν
είναι η τήρηση των εντολών, αλλά ο τυφλός
που σηκώνεται, που αποκτά την αυτοπεποίθησή
του, που ευτυχισμένος βλέπει. Δόξα
αποδίδουμε στο Θεό όταν εργαζόμαστε
μαζί του για να βάλουμε φραγμό στο
ποικιλόμορφο κακό, από το σωματικό μέχρι
τη στενότητα του μυαλού, όταν αφήνουμε
το Χριστό να μας φωτίσει με τη ζωή του
και το κήρυγμά του.
Ερχόμαστε
στη ζωή χωρίς πυξίδα και χάρτη. Είμαστε
εκ γενετής τυφλοί. Η ζωή μας είναι γεμάτη
από αβεβαιότητες. Ζούμε πάνω στη γη και
δεν ξέρουμε και πολύ καλά το γιατί ζούμε,
αναζητούμε, ακόμα, και τον τρόπο για να
ζήσουμε καλά. Ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε,
μα δεν ξέρουμε ούτε το πώς, ούτε το πότε,
ούτε το γιατί, και ακόμη αν συμβαίνει ή
δεν συμβαίνει κάτι μετά. Έχουμε
εξερευνήσει, σχεδόν, όλη τη γη μας και
ξεκινήσαμε να εξερευνούμε το σύμπαν,
αλλά δεν κατορθώνουμε να δώσουμε μια
τελική απάντηση στο αίνιγμα τού πώς
βρεθήκαμε σ’ αυτήν και γιατί εμείς
και ο κόσμος μας υπάρχουν. Επί του
προκειμένου, μερικοί πιστεύουν ότι
έχουν λύσει το πρόβλημα, επειδή δεν το
σκέπτονται. Άλλοι, πάλι, πιστεύουν μόνο
σε ό,τι βλέπουν και σε ό,τι νομίζουν ότι
καταλαβαίνουν, και είναι σίγουροι ότι
μόνο ό,τι αυτοί βλέπουν υπάρχει, και
αυτό είναι το παν. Άρα, θεωρούν ότι ξέρουν
τα πάντα, και ό,τι δεν συμφωνεί με την
αντίληψή τους, τότε είτε είναι λανθασμένο,
είτε είναι ανύπαρκτο. Υπάρχουν και
εκείνοι που ζουν στην ανασφάλεια, γιατί
έφτασαν σε κάποια συμπεράσματα, αλλά
δεν είναι και απόλυτα σίγουροι ότι αυτή
είναι αλήθεια και προσπαθούν να
εξαφανίσουν ό,τι είναι αντίθετο από το
‘νομίζω’ τους, για να μην τους θυμίζουν
ότι μπορεί να κάνουν λάθος, αυτοί είναι
οι φανατικοί.
Άλλοι,
και αυτοί είναι αρκετοί, έχουμε βρει
στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του ένα
σημείο αναφοράς ακλόνητο: Το φως μέσα
στο σκοτάδι της ύπαρξης, για την κατανόηση
της ζωής και το πως θα την ζήσουμε με
ποιότητα: και χαιρόμαστε γιατί βρήκαμε
το δρόμο, την αλήθεια και τη ζωή παρόλο
που μπορεί συχνά πυκνά να πέφτουμε η να
παρεκκλίνουμε από αυτό τον δρόμο γιατί
είμαστε αμαρτωλοί.
Στη
συζήτηση - απολογία ο θεραπευμένος
τυφλός, στους άρχοντες της εποχής που
κατηγορούσαν τον Ιησού ως αμαρτωλό,
απαντά: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω·
ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα
βλέπω, αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν
θα μπορούσε να κάνει τίποτα». Οι φανατικά
πιστοί στους κανόνες τού αποκρίθηκαν
«Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία
από τότε που γεννήθηκες, και κάνεις το
δάσκαλο σ’ εμάς;».
Το
βράδυ, στην αγρυπνία του Πάσχα, θα
ανανεώσουμε την ομολογία πίστεως που
με το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στην
Εκκλησία, Μυστικό Σώμα του Χριστού, και
χαιρόμαστε γιατί βρήκαμε το δρόμο, την
αλήθεια και τη ζωή, που μπορεί συχνά
πυκνά να πέφτουμε, αλλά σηκωνόμαστε και
προσπαθούμε να πάμε μπροστά αισιόδοξοι,
γιατί το θάρρος μας είναι σε έναν
ευσπλαχνικό Θεό.
Δεν
είναι τυχαίο ότι στην παράδοση της
Εκκλησίας οι νεοβαπτισμένοι ονομάζονται
και νεοφώτιστοι. Που υποδεικνύει ότι
αφού αναγνώρισαν τα σκοτάδια τους,
έκαναν μια πορεία προσέγγισης, αναγνώρισης
και προσκόλλησης στην πίστη στο Χριστό,
το φως του οποίου τους βγάζει από την
αβεβαιότητα του κόσμου, τους δίνει
προσανατολισμό και τον ακολουθούν γι'
αυτό που είναι : Η Οδός και η Αλήθεια και
η Ζωή.