Ο
Θεός δεν κοιτά αξιομισθίες, αλλά ανάγκες.
Ο
ευαγγελιστής Λουκάς αρέσκεται στις
έντονες αντιθέσεις - βλέπε τις παραβολές
του ανώνυμου πλούσιου και του φτωχού
Λάζαρου, του άσωτου γιου και του πιστού
γιου, του αδιάφορου δικαστή και της
επίμονης χήρας - και σήμερα ακόμη δύο
χαρακτήρες, ο ένας απέναντι στον άλλο,
ένας Φαρισαίος και ένας τελώνης.
Ανάγνωσμα
από το κατά Λουκά άγ. Ευαγγέλιο ( Λκ
18,9-14)
Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παρακάτω παραβολή: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: “Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου”. Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό”. Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».
Λόγος του Κυρίου
Η
παραβολή μας, λοιπόν, έχει δύο πρωταγωνιστές,
ένα Φαρισαίο και ένα τελώνη. Κοινωνικά
και θρησκευτικά ο ένας απέναντι στον
άλλο. Ένα δίπολο, που είναι και σημερινό.
Ο καθένας έχει το δικό του τρόπο αντίληψης
του Θεού. Αυτό φαίνεται από το πώς ο
καθένας τους προσεύχεται (το ίδιο
συμβαίνει και με μας), είναι η εξωτερίκευση
τού πώς αντιλαμβάνονται (αντιλαμβανόμαστε)
το Θεό και πώς σχετίζονται (σχετιζόμαστε)
μαζί του. Στην παραβολή μας το κέντρο
του ενδιαφέροντος δεν είναι το πώς
προσεύχεται ο Φαρισαίος ή ο τελώνης,
αλλά η αντίληψη που έχουν του Θεού και
της Σωτηρίας, το πώς ο ένας εκτιμά τον
εαυτό του και τους άλλους και το πώς ο
άλλος δεν εκφράζει γνώμη για τους άλλους.
Η προσευχή τους έρχεται κατά συνέπεια.
Ο
Φαρισαίος, όρθιος κοντά στο βήμα,
απαριθμεί τα προτερήματά του και
εκθειάζει το πνεύμα αυτοθυσίας με το
οποίο εκπληρώνει κάθε εντολή της
θρησκείας του, και μάλιστα όχι μόνο το
αναγκαίο, αλλά και κάτι παραπάνω, πχ. ο
νόμος προβλέπει μια μέρα νηστείας κάθε
βδομάδα, εκείνος όμως νηστεύει και το
καυχιέται δύο μέρες. «Νηστεύω δυο φορές
την εβδομάδα και δίνω τη δεκάτη απ' όλα
όσα αποκτώ». Ο νόμος πρόβλεπε τη δεκάτη
για ορισμένα προϊόντα, εκείνος δίνει
για όλα. Στην προσευχή του, αν εξαιρέσει
κάποιος το «Θεέ μου σε ευχαριστώ», δεν
δείχνει ότι υπάρχει κάτι άλλο που
περιμένει από το Θεό. Δεν κάνει τίποτα
άλλο από το να απαριθμεί τις επιτυχίες
του και να δείχνει ότι έχει εμπιστοσύνη
στον εαυτόν του, στις ικανότητές του
και στα καλά του έργα, και να κατακρίνει
σκληρά τους άλλους. «Θεέ μου, σ' ευχαριστώ
διότι δεν είμαι όπως οι υπόλοιποι
άνθρωποι, που είναι άρπαγες, άδικοι,
μοιχοί, ή και όπως αυτός ο τελώνης».
Είναι τόσο γεμάτος από τον εαυτό του,
που δεν έχει θέση για το Θεό ή για τον
πλησίον. Δεν υπολογίζει στη φιλευσπλαχνία
του Θεού. Από το Θεό δεν περιμένει τίποτα,
παρά την αναγνώριση και την επιβράβευση
για τα θρησκευτικά του κατορθώματα και
όχι τη χάρη και τη δωρεά του Θεού.
Μια
διαπίστωση είναι ότι, όταν κάποιος βάζει
στο κέντρο το εγώ, καμιά σχέση δεν
λειτουργεί σωστά, είτε είναι μεταξύ
φίλων, είτε μεταξύ ζευγαριού ή οικογένειας.
Στη ζωή και στην προσευχή το ίδιο ισχύει.
Ο καθένας αναζητά ένα εσύ, άνθρωπο ή
Θεό, που να αισθάνεται ότι τον δέχεται
και τον αγαπά και θέλει να μοιραστεί τη
ζωή μαζί του, μια σχέση βαθιά που να
είναι ό ένας για τον άλλο αιτία εμπλουτισμού
και ωρίμανσης. Διαφορετικά τα πάντα
γίνονται αιτία μαρασμού και ερήμωσης.
Το
συμπέρασμα του Ιησού «Σας λέω ότι αυτός
κατέβηκε δικαιωμένος στο σπίτι του και
όχι ο άλλος».
Ο
τελώνης κατεβαίνει δικαιωμένος, όχι
γιατί είναι πιο ταπεινός από το Φαρισαίο,
γιατί και η ταπεινοφροσύνη δεν έχει “ως
ανταμοιβή” το Θεό, αλλά γιατί ανοίγεται
στην ευσπλαχνία και τη χάρη του Θεού,
και αυτή η Ευσπλαχνία του τον κάνει
Παντοδύναμο και Πανάγαθο. Ο τελώνης δεν
κάνει τίποτα άλλο από το να ανοίξει μια
πόρτα ή ένα παράθυρο για να μπει ο Θεός,
όπως εμείς ανοίγουμε μια πόρτα ή ένα
παράθυρο για να μπει ο ήλιος, να μας
ζεστάνει και να μας ζωογονήσει.
Η
αποστολή του Ιησού είναι να αναγγέλλει,
όχι μόνο την έλευση της Βασιλείας του
Θεού, αλλά πολύ περισσότερο να αποκαλύψει
το αληθινό πρόσωπο του Θεού, και να
βοηθήσει τους μαθητές του να μάθουν να
ανακαλύπτουν τα σημεία της γεμάτης
Ευσπλαχνία παρουσίας του στον Κόσμο,
και να γίνουν καλοί αποδέκτες τους.
Το
συμπέρασμα, λοιπόν, είναι απλό.
Στη
ζωή και στην προσευχή, εκείνο που έχει
αξία είναι να αγαπάμε το Θεό και να
υπολογίζουμε στην ευσπλαχνία του και
τη δικαιοσύνη του, δηλαδή ότι έχει στην
καρδιά του την αξιοπρέπειά μας και μας
την αποδίδει, γι΄αυτό και έχει κάτω από
την προστασία του τους μικρούς, τους
αδύνατους, και με τους αμαρτωλούς δεν
είναι εκδικητικός, αλλά τους περιμένει
και με χαρά τους συγχωρεί. Αυτή η αδυναμία
του τον κάνει Παντοδύναμo.
Όσα
καλά έργα και αν κάνουμε, ακόμη και η
ταπεινοφροσύνη, δεν φτάνουν για να
ικανοποιήσουν την τυχόν προσβεβλημένη
αξιοπρέπειά του, όπως εμείς νομίζουμε,
αποδίδοντας σε κείνον ανθρώπινα
χαρακτηριστικά. Ο Θεός στα καλά μας έργα
βλέπει την προσπάθεια και τη θέλησή μας
να αξιοποιήσουμε τις ικανότητες που
μας έδωσε και χαίρεται. Τον ευχαριστούμε
που μας έδωσε την όποια ικανότητα και
την ασκούμε, όχι μόνο για το δικό μας
καλό, αλλά προς όφελος όλων. Η αμαρτία
έγκειται, όχι στο ότι προσβάλαμε εκείνον,
αλλά την εικόνα του τον άνθρωπο, τον
πλησίον μας.
Αν
πάλι μας αρέσει να συγκρινόμαστε με
τους άλλους, να το κάνουμε, όχι για να
υπερηφανευόμαστε και ακόμη χειρότερα
για να τους κατακρίνουμε και να τους
χωρίζουμε σε ανθρώπους πρώτης και
δεύτερης κατηγορίας, αλλά για να βρίσκουμε
ευκαιρίες και τρόπους, με τη βοήθεια
του Θεού, να βελτιωθούμε.
π.ιμ