Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Γ΄κυκλος, 29η Τακτική Κυριακή



Όταν ο φτωχός ζητά τη δικαιοσύνη

Κυριακή  16Οκτωβρίου 2016


Όταν διαβάζουμε μια παραβολή δεν πρέπει να αναζητάμε μια αλληγορία ή ένα συμβολισμό σε κάθε λεπτομέρεια, αλλά στο σύνολό της. Πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε το κέντρο της αναφοράς της και στη συνέχεια να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της. Στην παρούσα παραβολή το κέντρο αναφοράς είναι η φράση “ Ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του που του φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα”, και η χήρα που στην αγ. Γραφή είναι εμβληματική μορφή τού κάθε απροστάτευτου και αδύναμου που είναι εκτεθειμένοι σε κάθε είδους εκμετάλλευση. Μόνο τους στήριγμα είναι ο Θεός. Γι΄αυτό είναι οι εκλεκτοί του Θεού.

Ας ακούσουμε όμως το ευαγγελικό ανάγνωσμα από το κατά Λουκά άγ. Ευαγγέλιο (Λκ 18,1-8)

«Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς είπε και μια παραβολή για το πώς πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή. «Σε κάποια πόλη», τους είπε, «ήταν ένας δικαστής, που ούτε Θεό φοβόταν ούτε άνθρωπο υπολόγιζε. Σ’ αυτή την πόλη κατοικούσε μια χήρα, που ερχόταν στο δικαστή και του έλεγε: “προστάτεψέ με απ’ αυτόν που με κατατρέχει”. Εκείνος για πολύν καιρό αρνιόταν, αλλά ύστερα είπε μέσα του: “παρ’ όλο που δε φοβάμαι το Θεό κι ούτε υπολογίζω άνθρωπο, όμως επειδή τούτη εδώ η χήρα μού έγινε φορτική, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται συνεχώς και με ταλαιπωρεί”». Κι ο Κύριος πρόσθεσε: «Προσέξτε τι είπε ο άδικος δικαστής. Θα αναβάλει, λοιπόν, ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του, που του φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα; Σας βεβαιώνω ότι θα τους αποδώσει το δίκιο τους πολύ γρήγορα. Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;»
Λόγος του Κυρίου

Έχουμε δύο αντίθετες καταστάσεις, από τη μια η υπεροψία και η αδιαφορία του δικαστή, που στην παραβολή περιγράφεται ως αθεΐα. Από την άλλη, της χήρας, που παρ’ όλη την κοινωνική της αδυναμία, αγωνίζεται για τα δικαιώματά της, ξέρει πού να απευθυνθεί και θαρραλέα ζητά να της αποδοθεί δικαιοσύνη. Στην περίπτωσή μας, κάποιου δικαστή που δεν είναι ό,τι πιο ενδεδειγμένο για να αποκτήσει κάτι που δικαιωματικά της ανήκει: δικαιοσύνη. Και δεν πτοείται που δεν της δίνουν σημασία. Το θάρρος, η υπομονή και η επιμονή της χήρας είναι το κέντρο αναφοράς της παραβολής, που ο Ιησούς το μεταφράζει ως “να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή”.
Όσο για το άλλο πρόσωπο της παραβολής, τον Δικαστή, που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι εικόνα της συμπεριφοράς του Θεού. Δεν είναι το πρόσωπο που χρησιμοποιείται για να τραβήξει την προσοχή, αλλά το τι κάνει: αποδίδει δικαιοσύνη. Αυτό αξιοποιεί ο Ιησούς, μαζί με το θάρρος, την επιμονή και την υπομονή της χήρας.

Ο παραλληλισμός γίνεται μεταξύ ενός κακού ανθρώπου που αδιαφορεί, αλλά τελικά αποδίδει δικαιοσύνη, και του Θεού που δεν αδιαφορεί, αλλά που φαίνεται να αργοπορεί στο να απαντήσει στο αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης. Αν, λοιπόν, ο κακός από συμφέρον, λέει ο Ιησούς, στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη, πόσο μάλλον ο Θεός, ο καλός Πατέρας, δεν θα ανταποκριθεί αποδίδοντας δικαιοσύνη σε κείνον που του την ζητά;

Η παραβολή, λοιπόν, θέλει να απαντήσει σε όλους αυτούς που αισθάνονται αδικημένοι και ζητούν το δίκιο τους και έχουν την εντύπωση ότι ο Θεός, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στις αιτήσεις τους, αλλά φαίνεται να αφήνει τα πράγματα να τραβούν το δρόμο τους και οι άδικοι να ευημερούν.
Σ΄ αυτές τις καταστάσεις, πράγματι, είναι δύσκολο να επιμένει, να μην κουραστεί και να μην απογοητευτεί κάποιος.
Ότι ο Θεός είναι δίκαιος και αποδίδει τη δικαιοσύνη, είναι σίγουρο και όπως εξηγούσε ο Ντάντε Αλιγκιέρι : όπως εμείς στα ριχά βλέπουμε καθαρά το βυθό της θάλασσας, άλλα όσο προχωρούμε στα βαθειά τόσο λιγότερο τον βλέπουμε, ώσπου δεν τον βλέπουμε καθόλου, αλλά είναι σίγουρο ότι υπάρχει.
Προσευχή είναι όπως, όταν ένας πατέρας που ξέρει τις ανάγκες του παιδιού του, αλλά δεν τις ικανοποιεί αμέσως όταν εκείνο θέλει και όπως εκείνο τις θέλει, αλλά όταν ο πατέρας το κρίνει πρόσφορο. Φροντίζει πρώτα, ή καλύτερα συνάμα, να το διαπαιδαγωγήσει. Πατέρας - παιδί, και οι ανάγκες τους συμπορεύονται για να αναπτυχθεί μια σχέση όπου ο καθένας να ανακαλύπτει όλο και περισσότερο τον άλλον, ώστε η σχέση μεταξύ πατέρα και παιδιού να βελτιώνεται και να εμβαθύνεται.

Η απάντηση, λοιπόν, της παραβολής: Αυτό για να επιτευχθεί «πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμουν στην προσευχή». Με την προσευχή δεν σημαίνει ότι δεσμεύω το Θεό να κάνει αυτό όταν και όπως εγώ το θέλω και το ζητώ. Η παραβολή απαντά πώς μπορούμε να έχουμε τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια που μας αξίζει, όταν έχουμε πίστη και εμπιστοσύνη στο Θεό και που είναι η μόνη πραγματικότητα, που είναι αιώνια και μπορεί να μας εγγυηθεί την αξιοπρέπεια που όλοι έχουμε ανάγκη. Και το κάνει. Η προσευχή μάς βοηθά να κρατήσουμε τον εαυτό μας ανοιχτό και ευαίσθητο σε κάθε πιθανή επέμβαση του Θεού στη ζωή μας από όπου αυτή έλθει, όπως στην παραβολή από έναν αθεόφοβο δικαστή.
Το πρόβλημα είναι ένα άλλο, επισημαίνει ο Ιησούς «Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;»
Η ερώτηση του Ιησού είναι προκλητική, είναι σαν να ρωτά : Θα έχετε το κουράγιο και την υπομονή να πιστεύετε, να προσδοκάτε, να περιμένετε και να ελπίζετε και να εργάζεστε για τη βασιλεία του Θεού, παρ’ όλο που όλα δείχνουν ότι ενώ πιστεύετε, δεν βλέπετε άμεσα και χειροπιαστά τα αποτελέσματα της πίστης σας, ιδιαίτερα σε έναν κόσμο, όπως ο δικός μας σήμερα, που τα θέλει όλα εδώ και τώρα; Ή θα είμαστε τόσο καταπιεσμένοι να οικοδομήσουμε τη βασιλεία του Θεού όπως εμείς τη νομίζουμε και όχι όπως ο Θεός τη θέλει και έτσι δεν θα βλέπουμε την παρουσία του;
Εδώ είναι η θέση της, η προτροπή για επιμονή στην προσευχή. Ο Ιησούς ζητά από τους μαθητές του, μέσα στις αντιξοότητες που στη ζωή τους συναντούν, να μην λιποψυχήσουν, να μην χάσουν την εμπιστοσύνη τους και να μην αποθαρρυνθούν, αλλά να επιμένουν, ακριβώς γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι, να συνεχίσουν τον αγώνα για τον καινούργιο κόσμο του Θεού.
Προσευχόμαστε, όχι για να πείσουμε το Θεό κάτι να μας κάνει ή να μας παραχωρήσει, αλλά για να ανοίξουμε τον ορίζοντά μας, να αφήσουμε το Θεό να μιλήσει, να μεταστρέψουμε τον τρόπο σκέψης μας, για να ανακαλύψουμε ότι ο Θεός είναι όπως ο ζωογόνος αέρας μέσα στον οποίο όλοι ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε, ωστόσο, επειδή δεν τον βλέπουμε, δεν τον πιάνουμε, δεν τον εξουσιάζουμε, συνειδητοποιούμε την παρουσία του και τη δράση του, όταν αισθανθούμε την ύπαρξή του.
Προσεύχομαι, όχι για να αλλάξουν τα πράγματα αμέσως, αλλά για να αλλάξω εγώ έτσι που να βλέπω το Θεό ενεργό μέσα στον κόσμο, δηλαδή τον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού, να προχωρά έστω και αργά, να τον εμπιστεύομαι ενάντια σε κάθε απογοήτευση και να ελπίζω ενάντια σε κάθε ελπίδα, και με τη βοήθεια του να συμβάλλω και να δίνω μαρτυρία γι΄ αυτή την πρόοδο.