Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Α΄ Κύκλος 29η Τακτική Κυριακή



Στον Καίσαρα τα πράγματα, στον Θεό τον Άνθρωπο

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, χρονολογικά, τοποθετεί το επεισόδιο που σήμερα θα μελετήσουμε, την τελευταία βδομάδα της ζωής του Ιησού. Ο Ιησούς είχε κατέβει από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή του Πάσχα. Ο κόσμος τον υποδέχθηκε θριαμβευτικά. Οι Αρχές, όμως, το Ιερατείο, οι Πρεσβύτεροι του λαού, οι Φαρισαίοι και οι Νομομαθείς, είναι εχθρικοί μαζί του. Οι διαμάχες μαζί τους διαδέχεται η μια την άλλη. Σε αυτό το συγκρουσιακό πνεύμα τοποθετείται και το επεισόδιό μας.

Από το κατά Ματθαίο Άγ. Ευαγγέλιο (Mτ 22,15-21)


Εκείνο το καιρό οι Φαρισαίοι κι έκαμαν συμβούλιο, για να τον κάμουν με τα λόγια του να πέσει σε παγίδα. Και στέλνουν τους μαθητές των μαζί με τους Ηρωδιανούς προς τον Ιησού για να του πουν: "Διδάσκαλε, γνωρίζουμε ότι αγαπάς την αλήθεια και ότι διδάσκεις το δρόμο του Θεού σύμφωνα με την αλήθεια και ότι δεν σε μέλει για κανένα, επειδή δεν κοιτάζεις το πρόσωπο των ανθρώπων. Πές μας, λοιπόν, τί σου φαίνεται; Επιτρέπεται να δίνουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;". Γνωρίζοντας ο Ιησούς την πονηριά τους, είπε: "Γιατί με πειράζετε, υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου". Κι εκείνοι του έδωσαν ένα δηνάριο. Του λέει τότε: "Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;" Του λένε: "Του Καίσαρα". Τότε τους λέει: "Αποδώστε, λοιπόν, στον Καίσαρα ό,τι ανήκει στον Καίσαρα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό". 'Οταν το άκουσαν θαύμασαν και τον άφησαν κι έφυγαν.

Λόγος του Κυρίου

Στο επεισόδιο έχουμε δύο συνομιλητές:
Τις ντόπιες Αρχές με επικεφαλής την ομάδα των Φαρισαίων -τους οποίους ο Ιησούς χαρακτηρίζει ως υποκριτές θεατρίνους- : Αρχίζουν λέγοντας «Διδάσκαλε, γνωρίζουμε ότι αγαπάς την αλήθεια και ότι διδάσκεις το δρόμο του Θεού σύμφωνα με την αλήθεια και ότι δεν σε μέλει για κανέναν, επειδή δεν κοιτάζεις το πρόσωπο των ανθρώπων”, για να καταλήξουν “Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;”

Η παγίδα είναι ξεκάθαρη : Απαντά «ναι» είναι δοσίλογος θα έχει να κάνει με τους ζηλωτές, απαντά «όχι» ποιός είδε τους Ρωμαίους και δεν τους φοβήθηκε !

Ο Ιησούς, που δεν επιδιώκει να είναι αρεστός και δημοφιλής αλλά μόνο αληθινός, ακριβώς όπως με μεγάλη ακρίβεια άθελά τους τον περιέγραψαν οι αντίπαλοί του, και που του αρκεί “το ναι είναι ναι, το όχι όχι”, δίνει, λοιπόν, ως απάντησή του τον πασίγνωστο αφορισμό:
«Αποδώσετε στον Καίσαρα ό,τι ανήκει στον Καίσαρα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό».

Οι Φαρισαίοι, πριν ρωτήσουν “ έκαμαν συμβούλιο”, που σημαίνει ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι μια ευκαιριακή κακία, αλλά μια συνειδητή κακοήθεια. Ο Ιησούς ξέρει “την πονηριά τους”, είναι τρόπος ζωής. Ο πονηρός έχει ως μέτρο των πάντων τον εαυτόν του και το συμφέρον. Η αλήθεια είναι ο ίδιος και τι τον συμφέρει εκείνη την στιγμή.
Η ερώτηση είναι: “Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;”
Και η απάντηση του Ιησού. "Αποδώστε, λοιπόν, στον Καίσαρα ό, τι ανήκει στον Καίσαρα, και στο Θεό ό, τι ανήκει στο Θεό”.
Ο Ιησούς χρησιμοποιεί τον όρο “Αποδώστε”, άρα αναγνωρίζει ότι το Κράτος (ο Καίσαρας) έχει ορισμένα δικαιώματα που απορρέουν από τους θεσμούς κοινωνικοποίησης και παροχής ορισμένων υπηρεσιών που διευκολύνουν τη ζωή του πολίτη, αν όχι και την ευημερία του, άρα πρέπει να υπάρχουν τα ανταποδοτικά τέλη, για να μπορούν αυτοί οι θεσμοί να λειτουργήσουν. Η λογική είναι απλή : δος μου για να σου δώσω. Εννοείται ΠΡΑΓΜΑΤΑ, φορολογία, για να σου δώσω δρόμους, συγκοινωνίες, υγεία κ.ο.κ., αλλά μέχρις εκεί.
Το Κράτος, όμως, μπορεί να ξεφεύγει από τα νόμιμα πλαίσιά του και να αξιώνει δικαιώματα που αφορούν μόνο το Θεό, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να απαιτεί να το εκλαμβάνουν οι πολίτες ως το νόημα για τη ζωή τους και να εξουσιάζει τις συνειδήσεις.


Ο Ιησούς ολοκληρώνει …“και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό”. Στο Θεό τα ΠΡΟΣΩΠΑ: τους ανθρώπους, με όλη την ομορφιά τους και όλη τη μιζέρια τους, διότι πάντοτε είναι “του Θεού Εικόνα” και ποτέ υποχείριο κάποιου Κράτους ή εξουσίας.

Προσθήκη λεζάντας
Η αρχή είναι: δεν μπορούμε να βάλουμε στο ίδιο επίπεδο τον Καίσαρα και το Θεό. Ο Ιησούς αρνείται κάθε σύγχυση των εξουσιών, θρησκευτικής και πολιτικής. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι μαθητές του Ιησού δεν πρέπει να αναλάβουν πολιτικές δεσμεύσεις για το κοινό καλό μαζί με όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως, ως ελεύθεροι πολίτες μιας πολιτείας. Επιβάλλεται, μάλιστα, να παίρνουν μέρος σε θεσμούς που καλλιεργούν και προωθούν την εύρυθμη ανθρώπινη συμβίωση, για να αναγνωρίζεται και να αποδίδεται σε όλους η ίδια αξιοπρέπεια και ο οφειλόμενος σεβασμός της, μιας και όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι «κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού», είτε πιστοί, είτε άπιστοι, είτε διαφορετικών πεποιθήσεων από αυτούς.
Όλοι μαζί πρέπει να συμβάλλουν, ώστε η γη να αποδώσει όλες τις δυνατότητές της προς χάρη κάθε ανθρώπου, και όχι μόνο μερικών, χωρίς να την καταστρέφουν.
Όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη. Οι μαθητές του Χριστού, η Εκκλησία, με θάρρος και παρρησία πρέπει να εκφράζει και τις διαφορετικές πεποιθήσεις της που πηγάζουν από το πιστεύω της, προσπαθώντας να πείσει και όχι να τις επιβάλει. Πρέπει να ενεργεί, όχι ως ένα κόμμα μεταξύ άλλων, αλλά ως δύναμη συνύπαρξης συνεννόησης και προσφοράς. Η αλήθεια της προσφέρεται, δεν επιβάλλεται. Μπορεί να διαφωνεί και να κάνει γνωστή ευσχήμως την διαφωνία της, πέραν τούτου ουδέν. Ουαί και αλίμονο αν προκαλεί το διχασμό, τη διχόνοια και τη μισαλλοδοξία.

Η σχέση πίστης και πολιτικής, Εκκλησίας και Κράτους, είναι ένα πρόβλημα που έρχεται και ξανάρχεται στην ιστορία των δύο αυτών θεσμών. Πράγματι, πάντα υπάρχει ο πειρασμός εκ μέρους της θρησκείας, να φτιάξει ένα ομολογιακό Κράτος, ένα θεοκρατικό Κράτος ή της πολιτικής να θέλει να γίνει Θεός στη θέση του Θεού, πρεσβεύοντας ότι είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας για τον άνθρωπο και η μόνη πηγή νοήματος της ζωής για τους πολίτες του.

Ο μαθητής του Χριστού πρέπει να αποφύγει τον πειρασμό να θέλει να ‘βοηθήσει’ το Θεό να επιβάλει την παρουσία του στον κόσμο, γιατί αυτό σημαίνει φανατισμός, μισαλλοδοξία, κλπ. Ο λόγος ύπαρξης του μαθητή του Ιησού μέσα στον κόσμο, είναι να δώσει μαρτυρία τη Σωτήρια παρουσία του Θεού μέσα στην ιστορία.