Όταν έχεις
μάτια και δεν βλέπεις και αυτιά και δεν
ακούς.
Πλούτος,
απόλαυση, αδιαφορία.
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016
Αυτή την
Κυριακή η λειτουργία, ως συνέχεια της
μελέτης της προηγούμενης εβδομάδας που
θέμα της ήταν η χρήση του πλούτου εκ
μέρους των μαθητών του Χριστού, μας
προτείνει να μελετήσουμε την παραβολή
του πλούσιου που αγνοεί τον φτωχό Λάζαρο
που κάθεται στην εξώπορτά του.
Ο Ιησούς
περιγράφει δύο κόσμους, που ενώ ζουν ο
ένας δίπλα στον άλλον, δεν επικοινωνούν.
Μια πραγματικότητα που ακόμη σήμερα
ζει και βασιλεύει.
Ανάγνωσμα
από το κατά Λουκά άγιο Ευαγγέλιο (
16,19-31)
Εκείνο τον
καιρό ο Ιησούς είπε την εξής παραβολή:
« Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε
πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε
μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως,
που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος
κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου,
γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να
χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από
το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και
τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές.
Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι
τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι
ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που
ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια
του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και
κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο
πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ,
σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να
βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού
του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί
υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά”. Ο Αβραάμ
όμως του απάντησε: “παιδί μου, θυμήσου
ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή
σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα
λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ
υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει
ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί
που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς
να μην μπορούν· ούτε οι από ’κει μπορούν
να περάσουν σ’ εμάς”. Είπε πάλι ο
πλούσιος: “τότε σε παρακαλώ, πατέρα,
στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να
προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς
μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’
αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων”. Ο Αβραάμ
του λέει: “έχουν τα λόγια του Μωυσή και
των προφητών· ας υπακούσουν σ’ αυτά”.
“Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει
εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος
από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα
μετανοήσουν”. Του λέει τότε ο Αβραάμ:
“αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή
και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί
κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται
να πεισθούν” ».
Λόγος του
Κυρίου
Στην παραβολή
μας, λοιπόν, πρωταγωνιστές είναι ένας
φτωχός, ένας πλούσιος, ο Αβραάμ και στο
βάθος η οικογένεια του πλούσιου.
Ο φτωχός,
παρ’ όλο που έχει όνομα δηλαδή ύπαρξη
συγκεκριμένη, είναι σιωπηλός και
περιμένει βοήθεια. Τελικά είναι
εγκαταλελειμμένος. Παρέα του τα σκυλάκια.
Ο Πλούσιος
ασχολείται σε τούτη τη ζωή μόνο με την
καλοπέρασή του, που δεν αντιλαμβάνεται
την ύπαρξη του Λάζαρου, και στην άλλη
με την καλοπέραση της οικογένειάς του,
και θέλει το Λάζαρο υπηρέτη του. Είναι
ανώνυμος, μια ύπαρξη ελλειμματική. Μιλά
πολύ για να δικαιολογήσει τη δική του
εκδοχή των πραγμάτων.
Ο Αβραάμ
αγαπά και τους δύο. Προσπαθεί να βάλει
μυαλό στον πλούσιο χωρίς να τα καταφέρει.
Και οι δύο
είναι τόσο κοντά, αλλά συνάμα είναι τόσο
μακριά, αυτό το συνειδητοποιούν εκ των
υστέρων.
Το, εκ των
υστέρων, για να το περιγράψει ο Ιησούς
χρησιμοποιεί τις τρέχουσες αντιλήψεις
μέσα στις λαϊκές μάζες. Δεν είναι κάτι
που δίνει σημασία επί του προκειμένου.
Εκείνο που θέλει να τονίσει είναι ότι
ο καθένας δημιουργεί τη μοίρα του. Ο
πλούτος δεν είναι αποτέλεσμα της εύνοιας
του Θεού, ούτε η επιβράβευσή του για τα
καλά έργα του ανθρώπου, και η φτώχεια
δεν είναι τιμωρία του Θεού.
Και ακόμη,
για να σωθεί κάποιος, δεν φτάνει να
ανήκει σε κάποιο εκλεκτό λαό απόγονο
του Αβραάμ, ή επειδή ανήκει σε κάποιο
ευλογημένο έθνος ή ομάδα ή θρησκεία. Η
Σωτηρία κάποιου, διδάσκει ο Ιησούς,
είναι η καθημερινή ποιότητα ζωής του
απέναντι στους άλλους και ιδιαίτερα σε
εκείνους που κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη
σημασία, του Λάζαρου της υπόθεσής μας.