Αγάπη, κοινωνία ζωής, ελευθερία (Ιω 10,27-30)
Κυριακή 22 Μαΐου 2016
Τις Κυριακές που ακολουθούν το
Πάσχα, η λειτουργία της Εκκλησίας προσπαθεί να μας δώσει να καταλάβουμε τι
σημαίνει να είσαι χριστιανός, δηλαδή μέσω του Αναστημένου Χριστού να πιστεύεις
και να εμπιστεύεσαι το Θεό και με αυτή την πεποίθηση να οργανώνεις τη ζωή σου.
Στο ευαγγέλιο κατά Ιωάννη
βρίσκουμε τρεις μεγάλες απεικονίσεις: Εγώ είμαι ο Άρτος της ζωής, Εγώ είμαι το
Φως του κόσμου και Εγώ είμαι ο καλός Ποιμένας, με τις οποίες ο ευαγγελιστής
προσπαθεί να μας σκιαγραφήσει την ταυτότητα του προσώπου και του έργου του
Ιησού.
Ανάγνωσμα
από το κατά Ιωάννη άγ. Ευαγγέλιο (10, 27-30)
«Εκείνο τον καιρό συνέχισε ο Ιησούς τη
διδασκαλία του λέγοντας: Τα δικά μου τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή μου, κι
εγώ τα αναγνωρίζω και με ακολουθούν· εγώ τους δίνω αιώνια ζωή και δε θα χαθούν
ποτέ, γιατί κανείς δε θα μπορέσει να τ’ αρπάξει από την εξουσία μου. Ο Πατέρας
μου, που μου τα έχει δώσει όλα, είναι ισχυρότερος απ’ όλους. Κανείς δεν μπορεί
ν’ αρπάξει ό, τι βρίσκεται στα χέρια του Πατέρα μου. Εγώ κι ο Πατέρας είμαστε
ένα».
Λόγος
του Κυρίου
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή
δεν έχει άμεση αναφορά στο μυστήριο του Πάσχα, αλλά στο Τριαδικό μυστήριο του
Θεού και μάλιστα όχι των Τριών Προσώπων, όσον το πώς, η κοινωνία ζωής που
πρέπει να υπάρχει μεταξύ του Ιησού και των μαθητών του, εισάγει αυτούς τους
τελευταίους στο περιβάλλον του Θεού, όπως λέει ο άγ. Παύλος : εν αυτώ ζούμε
και κινούμαστε και υπάρχουμε.
Η περικοπή μας είναι παρμένη από
το 10ο κεφ. του ευαγγελίου κατά Ιωάννη που έχει ως θέμα την εικόνα του καλού
Ποιμένα. Πρέπει, όμως, να είμαστε προσεκτικοί στο να αναζητήσουμε το πραγματικό
νόημά της. Αυτό γίνεται εφικτό μένοντας αυστηρά στο πλαίσιο της ομιλίας του
Ιησού και όχι περιπλανώμενοι σε ερμηνείες που μπορούν να βρουν κάποια
προσχηματική λαβή στις εικόνες του κειμένου, αλλά που δεν έχουν τίποτα να
μοιράσουν με τη σοβαρότητα του κειμένου.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε
είναι να ξεκινήσουμε από την ευκαιρία που ειπώθηκαν αυτά τα λόγια.
Ο Ιησούς, είναι στον περίβολο του
Ναού της Ιερουσαλήμ, κατά τη διάρκεια της ετήσιας γιορτής που κάνει ανάμνηση
της ‘Κάθαρσης και επανακαθιέρωσης του Ναού’. Παρακολουθεί τους Ιουδαίους που
προσέρχονταν στο Ναό (ο οποίος για κάθε καλό Ιουδαίο ήταν το κατεξοχήν σημείο
της παρουσίας του Θεού ανάμεσα στο λαό του. Είναι ο κατεξοχήν τόπος
επικοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό). Παρατηρεί, λοιπόν, αυτούς που εισερχόταν
στο προαύλιο του Ναού από την πόρτα που ονομαζόταν προβατική πύλη, την πόρτα
των προβάτων, δηλαδή την πόρτα από την οποία έβαζαν τα πρόβατα που προοριζόταν
για τις θυσίες της ημέρας.
Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας.
Ο βοσκός - ας αφήσουμε πίσω μας
όλες εκείνες τις γλυκανάλατες απεικονίσεις του Ιησού ως ποιμένα με άσπρα
πεντακάθαρα ρούχα, ξανθό και καλοχτενισμένο και με ένα αρνάκι στην αγκαλιά του
-, είναι ένα σκληροτράχηλο επάγγελμα, δεν δέχεται ανάπαυλες, δεν ξέρει γιορτές
και σχόλες. Ζει αποκομμένος και στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί
ποτέ να απομακρυνθεί από τα πρόβατά του. Ζει με τα πρόβατά του και για τα
πρόβατά του θυσιάζεται, για να το πούμε μαζί με τον Πάπα : έχει τη μυρωδιά των
προβάτων του. Ο Ιησούς με αυτή την εικόνα θέλει να τονίσει ότι η ζωή του είναι
τα πρόβατά του, οι μαθητές του.