Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Β΄ Κύκλος 13η Τακτική Κυριακή (Mκ 5,21-43)


Η Ελπίδα είναι η αρετή που ανά πάσα  στιγμή μας δίνει ζωή

Κυριακή 1η  Ιουλίου  2018 

Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή μαζί με τον Ιησού  θα συναντήσουμε δυο γυναίκες που υποφέρουν :  μια δωδεκάχρονη αργοπεθαίνει  και μια προχωρημένης ηλικίας που από δώδεκα χρόνια υποφέρει από αιμορραγία· Δεν τους έφτανε η αρρώστια  και η δυστυχία τους είναι  έρχεται και οι ο  Νόμο να τις χαρακτηρίσει ακάθαρτες και να τις βάλλει στο περιθώριο τόσο της θρησκευτικής όσο και της κοινωνικής , στο ίδιο μάλιστα  περιθώριο  παρασύρουν και οποίον ακόμη και από συμπόνοια έρθει σε επαφή μαζί του τις  αγγίξει γιατί  γίνεται μέτοχος  της κατάρας και του αφορισμού που τις συνοδεύει.
Ο Ιησούς,  και για τις δύο,  υποσκελίζει τον Νόμο και μάλιστα επιδεικτικά. Μπροστά στη ζωή δεν υπάρχει νόμος που υπερέχει, Εκείνος  προσφέρει τη ζωή εν αφθονία σε όσους  εμπιστεύονται στην δύναμη Του.

Ανάγνωσμα από το  κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο  (Mκ 5,21-43)

Εκείνο τον καιρό ταν  πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του.
Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου».
Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει..
Λόγος του Κυρίου 

Η ηλικιωμένη, έχοντας συνείδησή  όλων των καταστάσεων και των ταμπού  που η αρρώστια της συνεπιφέρει και την αδυναμία του Νόμου, της θρησκείας,  και του ανθρώπου, η γιατροί, να την θεραπεύσουν  παίρνει την πρωτοβουλία να αγνοήσει και τους δύο και να εμπιστευτεί σε κάποιον που κατά την κρίσης της  ξεπερνά και τους δύο σε δύναμη και την εξουσία του. Τον αγγίζει για να γιατρευτεί, και το κάνει στα κρυφά γιατί ήδη εκείνη ξέρει τι θα πει κοινωνικό και θρησκευτικός αποκλεισμός εξ αιτίας της αρρώστιας της και δεν θέλει να  παρασύρει τον Ιησούς σ΄ αυτή  την περιθωριοποίηση  και να ακυρώσει στα μάτια του κόσμου την αξία του έργου. Ο Ιησούς όμως δεν συμμερίζεται τη συστολή της, τη διακριτικότητα της ή τους φόβους της και την λεπτότητα της. Αντίθετα δημόσια την επιδοκιμάζει και την επιβραβεύει την εμπιστοσύνη και το θάρρος. 
Ο Νόμος, ο κάθε νόμος πολιτικός ή θρησκευτικός αναγνωρίζει και περιγράφει το κακό και προσπαθεί να το περιορίσει,  με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, όμως  δεν μπορεί να το γιατρέψει  έτσι ώστε το κακό να εξαφανιστεί.


Εκείνος δεν ενδιαφέρεται  να περιορίσει το κακό με νόμους,  θέλει να το γιατρέψει.  Δεν εξετάζει το πως και το γιατί , δεν βάζει προϋποθέσεις και διαδικασίες,  κοιτά την ουσία, την εμπιστοσύνη που δείχνει η άρρωστη και  γι’ αυτό με αγάπη την γιατρεύει. Τον  άνθρωπο τον υποταγμένο  στο κακό,  τον  καθιστά  ελεύθερο και τον αναβαθμίζει σε  μέτοχο της ζωής Του : «Κόρη μου  η πίστη σου έσωσε...». δηλαδή Κόρη μου η εμπιστοσύνη  που μου έδειξες και σε ένωσε σε μένα σε έσωσε

Στο σπίτι του Ιαείρου ο Ιησούς πηγαίνει ενάντια στη σιγουριά του κατεστημένου, που έχει ως δεδομένο ότι η ζωή για το κορίτσι τέλειωσε και για να  ξορκίζουν το κακό απαγορεύουν στους ζωντανούς να αγγίξουν νεκρό γιατί μολύνονται: θρησκευτικά, ζωή το καλό και ο θάνατος, το κακό δεν συνυπάρχουν και κοινωνικά μπορεί να βλάψει και στην υγεία του ζωντανού, γιαυτό και του νεκρούς τους θεωρεί μιάσματα,  επιτρέπει όμως στους ζωντανούς με το μοιρολόι  να κάνουν μια ψυχολογική εκτόνωση και να εξορκίσουν  το φόβο του θανάτου.    
Ο Ιησούς, ο φτάσει στο σπίτι, της νεκρής το πρώτο που κάνει είναι να αποκαταστήσει τον κύκλο της αγάπης που είναι η ζωή που έχει σπ΄’ασει γυρο από την νεκρή. Παίρνει μαζί του τον πατέρα και την μητέρα του κοριτσιού, και τους μαθητές του. Πιάνει το χέρι της κοπέλας,  χειρονομία που δείχνει την αγάπη και την επικοινωνία ζωής, και διακηρύττει  ότι ο θάνατος δεν είναι τερματική κατάσταση, αλλά  είναι όπως ο ύπνος, είναι μια πρόσκαιρη κατάσταση,  διασπά το περιβάλλον της αγάπης αλλά, μέχρι την έλευση του υπήρχε.  
Πιάνει το χέρι του κοριτσιού  και του λέει : “Σήκω και περπάτα”.  Ο Ιησούς   βοηθά, υποβαστάζει αλλά είναι το κορίτσι,  που καλείται να σηκωθεί,  να περπατήσει και επανενταχθεί.  Όποιος και αν είναι ο πόνος και η δυστυχία,  σε όλους δίνεται  η ευλογία : καθένας  όμως πρέπει να κάνει  τη δική του  προσπάθεια  να ορθοποδήσει.  “Σήκω και περπάτα”. 

Στην αφήγηση και των  δύο θαυμάτων, το κέντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος, δεν είναι η δύναμη που εκλύεται από το θαύμα,  αλλά η πίστη εκείνων που τα ζητούν, δηλαδή η εμπιστοσύνη που δείχνει εκείνος που το ζητά και τον έχει ήδη ενώσει στη ζωή του Ιησού που τον εμπιστεύεται ως Σωτήρα. Ο Ιησούς δεν κάνει θαύματα για να αναγκάσει, με κάθε κόστος, την ανθρώπινη καρδιά να τον παραδεχτεί . Τα θαύματα είναι μια απάντηση σε εκείνους, που έχουν το θάρρος να πιστεύουν και ελπίζουν ακόμη και όταν δεν φαίνεται ελπίδα να υπάρχει. Τα θαύματα του Ιησού είναι ένα δώρο, μια απάντηση στην ειλικρίνεια των ανθρώπων που αναζητούν τον Θεό: τα θαύματα  δεν υποχρεώνουν  να πιστέψει κάποιος δεν αποσβολώνουν την ελεύθερη εκλογή. Δεν έρχονται για να αποδείξουν κάτι σε κάποιον.  Τα θαύματα βοηθούν εκείνους που έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αναζητούν σημεία του Μυστήριο της Ζωής που τους περιβάλλει, ήδη από τον κόσμο και πως να έρθουν σε επαφή μαζί του.
Το θαύμα δεν έρχεται να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις μας για αποδείξεις, έρχεται μόνο να μας κάνει πιό ευαίσθητους να αντιλαμβανόμαστε τα σημεία της παρουσίας  του Μυστηρίου του Θεού που ο ίδιος ο Θεός έχει ήδη -σπείρει  στην πορεία της ιστορίας και της ζωής μας.