Από μόνη της η δικαιοσύνη δεν σώζει, χρειάζεται και η Ευσπλαχνία της Αγάπης
Κυριακή 7 Απριλίου 2019 -
Το πρώτο ανάγνωσμα αναφέρεται στο πρώτο Πάσχα που γιόρτασαν οι Ισραηλίτες Ιησους του Ναυή 5,9-12 αμέσως μετά την είσοδό τους στην γη των πατέρων τους την οποία και άρχισαν να ανακτούν. Δεν αρκεί να βγούμε από την γη της σκλαβιάς πρέπει να φτάσουμε και στην γη της επαγγελίας! Δεν αρκεί η πορεία, πρέπει να φτάσουμε και στο σκοπό. Δεν αρκεί να είμαστε ελεύθεροι από ... αλλά πρέπει να είμαστε ελεύθεροι για ... Μπορεί αυτό να φαίνεται προφανές, αλλά δεν είναι, τουλάχιστον για δύο λόγους: Η προσωρινότητα δεν είναι η ουσία, δεν φτάνει μόνον η πορεία. Χρειάζεται να πορευόμαστε με τη δέσμευση της κατάκτησης του στόχου. Αρκετές φορές ξεχνάμε τον στόχο και ζούμε σαν η πορεία να είναι αυτοσκοπός.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή παραβολή είναι από το κατά Λουκά ΄Αγιο Ευαγγέλιο (Λκ.15,13.11-32), που παραδοσιακά είναι γνωστή ως του «άσωτου γιού», όμως περισσότερο από παραβολή «του άσωτου γιού», πρέπει να εκληφθεί ως « η παραβολή του ευσπλαχνικού πατέρα με τους δύο δύστροπους γιούς». Στο κέντρο του ενδιαφέροντος είναι η ευσπλαχνία του πατέρα, που αφ’ ενός είναι αιτία χαράς και σωτηρίας για τον μικρό γιό, και αφ’ έτερου είναι αιτία αγανάκτησης για τον μεγάλο.
Εκείνο τον καιρό όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού και να τον ακούνε. Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
»Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε
σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του του είπε: “πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου”. Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: “βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται.
»Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: “γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός”. Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι”. Κι ο πατέρας του απάντησε: “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό, τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”».
Λόγος του Κυρίου
Η ευκαιρία για να πει ο Ιησούς την παραβολή αυτή ήταν η κριτική και η μουρμούρα των Φαρισαίων εναντίον του επειδή συναναστρεφόταν τους αμαρτωλούς και αγνοούσε εκείνους που ήταν δίκαιοι και έτσι γινόταν και ο ίδιος αμαρτωλός.
Ας παρατηρήσουμε την συμπεριφορά τον δύο γιων :
α) Ο μικρός είναι εγωιστής, αλαζονικός και αυθάδης. Στο σπίτι του πατέρα ασφυκτιά και νοιώθει φυλακισμένος · πιστεύει ότι έξω από τα τείχη του είναι η ζωή, θέλει να διευθετήσει από μόνος του τα της ζωής του. Δεν τον ενδιαφέρει η οικογένεια του, ο πατέρας ή ο αδελφός του. Ζητώντας μάλιστα το μερίδιο της κληρονομίας είναι σαν να εύχεται να είχε τελειώσει ο πατέρας του την πορεία του πάνω στη , για να αποκτήσει επιτέλους αυτό που, κατά τη γνώμη του, δικαιωματικά του ανήκει. Φεύγει από το σπίτι, για να βρει μακριά από αυτό την επιτυχία και την ευτυχία, αλλά συναντά την δυστυχία και την μοναξιά. Εκεί κάπως συνέρχεται, και νοσταλγεί την καλοπέραση που έχασε αλλά όχι την αξία του πατέρα του. Αναζητά έναν τρόπο για να βάλει τέλος στην πείνα του και σκέφτεται ως λύση την επιστροφή στο πατρικό σπίτι, επιθυμεί αυτή τη λύση για να βρει μια σχετικά άνετη ζωή και όχι για να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του. Γι’ αυτό και ετοιμάζει και ένα λογύδριο για την συνάντηση με τον πατέρα του. Το περιεχόμενο του είναι : εγώ αναγνωρίζω ότι έσφαλα , εσύ δώσε μου φαγητό και στέγη κι εγώ θα σου το ανταποδώσω με δουλειά. Δηλαδή, η νοοτροπία του “δούνε και λαβείν”!
β) Ο μεγάλος γιός είναι και αυτός εγωιστής, αλαζονικός και αυθάδης. Στον πατέρα του βλέπει τον εργοδότη, οι σχέσεις του με τον πατέρα και γι’ αυτόν είναι ένα “σου δίνω- μου δίνεις”, και η σχέση με τον αδελφό του περιορίζεται στο “αυτός ο γιος σου” τον αγνοεί ως αδελφό, το εννοεί το μαύρο πρόβατο του σπιτιού που έσφαλε και πρέπει να τιμωρηθεί γιατί κατασπατάλησε την περιουσία έναν άσωτο. Και γι’ αυτόν στο σπίτι υπάρχει ασφυξία και καταπίεση, έξω από αυτό είναι το καλό. Στο σπίτι του μένει από υποχρέωση και ανάγκη.