Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Γ κύκλος Κυριακή της Τεσσαρακοστής . Ιωα. ( 8,1-11)


Η αθλιότητα,  η υποκρισία  και η Ευσπλαχνία 

Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Στο σημερινό ευαγγελικό επεισόδιο που μας προσφέρει το κατά Ιωάννη  ΄Αγιο  Ευαγγέλιο( 8,1-11),  οι φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν στο Ιησού την “μοιχαλίδα” και ζητούν την γνώμη του για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να της συμπεριφερθούν στην προκειμένη. Δεν είναι ότι δεν ξέρουν τι προβλέπει και τι πρέπει να κάνουν  αλλά ζητούν την γνώμη του γιατί θέλουν να δουν αν,  ο ξυλουργός από την Ναζαρέτ που κάνει τον  Ραβί, θα αγνοήσει τον νόμο του Μωυσή για χάρη της διδασκαλίας του ή όχι . Ο Φιλεύσπλαχνος Θεός, που διδάσκει θα ξαναδώσει τη θέση του στον Θεό  δίκαιο Τιμωρό του Νόμου ή όχι;

Ανάγνωσμα  από το κατά Ιωάννη ΄Αγιο  Ευαγγέλιο    ( 8,1-11)            

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς όταν ξημέρωσε πήγε στο ναό και όλος ο λαός πήγαινε σ'αυτόν κι εκείνος αφού κάθησε τους δίδασκε. Φέρνουν τότε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι μια γυναίκα που τη συνέλαβαν για μοιχεία κι αφού την έστησαν στη μέση, του λένε: "Διδάσκαλε, αυτή η γυναίκα συνελήφθηκε επ'αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Στο Νόμο ο Μωυσής μας διέταξε τέτοιες γυναίκες να τις λιθοβολούμε. Αλλά εσύ τι λες;" Αυτό το έλεγαν πειράζοντάς τον, ώστε να έχουν να τον κατηγορούν. Αλλά ο Ιησούς αφού έσκυψε χάμω, έγραφε με το δάκτυλο στο χώμα. Επειδή όμως επέμεναν να τον ρωτούν, σηκώθηκε και τους είπε: "Αυτός που είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίξει πάνω της μια πέτρα". Και πάλι έσκυψε και έγραφε στη γη. Εκείνοι όταν το άκουσαν, άρχισαν να φεύγουν ένας ένας, αρχίζοντας απ'τους πιο γέρους και απόμεινε μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα στο μέσον. Σηκώθηκε τότε ο Ιησούς και της είπε: "Γυναίκα, πού είναι; Κανένας δε σε καταδίκασε;". Κι εκείνη είπε: "Κανένας, Κύριε". Είπε τότε ο Ιησούς: "Ούτε κι εγώ σε καταδικάζω. Πήγαινε κι από τώρα μην αμαρτάνεις πια".

Λόγος του Κυρίου

Οι φαρισαίοι λοιπόν και οι νομοδιδάσκαλοι ρωτούν τον Ιησού «Διδάσκαλε, αυτή τη γυναίκα την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Ο Μωυσής στο νόμο μάς έχει δώσει εντολή να λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες. Εσύ τι γνώμη έχεις;»
Ο Ιησούς όχι μόνο σωπαίνει και δεν τους άπαντα, αλλά δείχνει και να τους αγνοεί γιατί σκύβει και αρχίζει να κάνει ορνιθοσκαλίσματα στο χώμα. Κάνοντας αυτό τους δίνει καιρό να σκεφτούν τα λεγόμενα τους. 
Εδώ πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα με το εβραϊκό Νόμο που ρυθμίζει το θεσμός του λιθοβολισμού την πρώτη πέτρα πρέπει να την ρίξουν εκείνοι που έπιασαν την γυναίκα επ’ αυτοφόρω ή οι αυτόπτες μάρτυρες που έκαναν την καταγγελία και έτσι να αναλάβουν την ευθύνη τόσο της καταδικαστικής απόφασης όσο και της εκτέλεσης της. Εκείνοι, όμως με τον τρόπο τους,  προσπαθούν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους στον Ιησού, όχι τόσο για την ενοχή της μοιχαλίδας, αλλά για την ευθύνη της εκτέλεσης της τιμωρίας, ή ακόμη περισσότερο,  εκφέροντας την γνώμη του να αμφισβητήσει για την αυθεντία του Μωσαϊκού Νόμου, και να πάρει πίσω τα κηρύγματα και τις διδασκαλίες του για περί  Φιλεύσπλαχνου Θεού Πατερα .      
Ο Ιησούς στην αρχή δεν τους αποκρίνεται και κάνοντας αυτό τους δίνει καιρό να σκεφτούν τα λεγόμενα τους, τελικά τους  απάντα :  «Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος την πέτρα».   Με αυτή του την πρόταση ο Ιησούς δεν θέλει να πει : «Και Εσύ είσαι ένας αμαρτωλός πως μπορείς να κρίνεις τους άλλους, ποιος νομίζεις ότι είσαι ; ». Αν αυτό ήταν το νόημα της πρότασης του, θα απαξίωνε όλα τα δικαστήρια. Πράγματι το δικαστήριο και η απονομή δικαιοσύνης δεν βασίζεται στην αθωότητα ή όχι του κατηγορουμένου  στην τιμιότητα του δικαστή, αλλά στο κατά πόσο εφαρμόζεται σωστά ο νόμος. 
Με αυτή την πρόταση ο Ιησούς μεταθέτει ακόμη πιο βαθιά το πρόβλημα, Είναι σαν να τους  « Εντάξει, έσφαλε και την πιάσατε επ’ αυτοφώρω. Και ο νόμος προβλέπει το λιθοβολισμό.     Όμως με το χέρι στη καρδιά και κάθε ειλικρίνεια, όποιος σας  είναι πεπεισμένος ότι με την τιμωρία του λιθοβολισμού ή με κάποια άλλη τιμωρία, μπορεί να περιορίσει  το κακό που  οδήγησε αυτή την γυναίκα στην μοιχεία ή θα εξαλειφθεί από την κοινωνία η οποια παρανομία ή αμαρτία. Ας αρχίσει λοιπόν ο καθένας σας , με το να εκτιμήσει πριν απ΄ όλα κατά πόσον δεν είναι και ο ίδιος  υπαίτιος της ύπαρξης του κακού στον  κόσμο ή του τρόπου  με τον οποίο  συμβάλλει στην εξάλειψή του.” 

Ο Ιησούς δεν διαιρεί τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε ένοχους και αθώους, δεν γίνεται συνένοχος της μοιχαλίδας ούτε και συνεργός των κατηγόρων της.  Δεν κάνει τους άλλους να αισθανθούν ένοχοι προκειμένου να υπερασπίσει τη γυναίκα. Θέλει να προσεγγίσει τους Φαρισαίους και να τους κάνει να σκεφτούν σχετικά με την δικαιοσύνη και την εφαρμογή του νόμου. Θέλει να δώσει και μια ευκαιρία στη γυναίκα. 
Σκύβει λοιπόν και συνεχίζει να γραφει στο χώμα. Τους δίνει καιρό,  ώστε με ηρεμία και νηφαλιότητα, να σκεφτούν. Και το σκέφτηκαν καλύτερα. ( 8,1-11) Η καρδιά του ανθρώπου δεν αλλάζει από τον φόβο. Πρέπει να υπάρξει ένας άλλος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η ρίζα του προβλήματος, του κακού. Ο νόμος δόθηκε και δίνεται ως βοήθεια, ως ένας προσανατολισμός προσπαθεί να περιορίσει τα κακός κείμενα και δεν αποβλέπει στο να ξεχωρίσει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, αλλά είναι μια συμβουλή που δείχνει τον δρόμο προς στην καλοσύνη. 

Ο νόμος καταγγέλλει την αμαρτία και υποδεικνύει τον αμαρτωλό, αλλά δε σώζει τον αμαρτωλό από την αμαρτία.  Γι' αυτό χρειάζεται η λογική «της Βασιλείας του Θεού»  και «της Θείας Ευσπλαχνίας» που ο Ιησούς με τη διδασκαλία και το έργο του φανέρωσε και εγκαινίασε. Είναι η λογική της εγκατάλειψης της παλιάς πρακτικής όπου η τάξη και η δικαιοσύνη αποκαθίστανται με τη βία, την επιβολή, τις παραδειγματικές τιμωρίες και την περιθωριοποίηση εκείνου που σφάλει.
Η Βασιλεία του Θεού με το μήνυμα της αγάπης, καλεί το μαθητή του Χριστού να αναζητά συνεχώς το πνεύμα της συγγνώμης δηλαδή ξεκινώντας από την χριστιανική αγάπη να αναζητά τρόπους να διαμορφώνει με τον συνάνθρωπο του τρόπου συνεκτίμησης τον πραγμάτων για να υπάρξουν όλο και περισσότεροι τρόποι συνεννόησης και συνύπαρξης  καινούργιους τρόπους ανθρώπινης συμβίωσης, ώστε τα τελευταία εδάφια της σημερινής ευαγγελικής περικοπής  που περιγραφούν μια κατάσταση να γίνουν πραγματικότητα «Γυναίκα, πού είναι οι κατήγοροί σου; Κανένας δε σε καταδίκασε;» «Κανένας, Κύριε», απάντησε εκείνη. «Ούτε εγώ σε καταδικάζω», της είπε ο Ιησούς· «πήγαινε, κι από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια», δηλαδή μην αφήνεις το κακό να σε σαγκινευει και να σε παρασύρει.