Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Β΄ Κύκλος, 25η Τακτική Κυριακή - (Μκ 9,30-37)- 2018


Μια πορεία που ακολουθεί μια δική της Λογική :
η Δύναμη είναι στην υπηρεσία

Ο Ιησούς βλέπει το κλίμα γύρω του να γίνεται όλο πιο εχθρικό για αυτόν και καταλαβαίνει ότι -αργά ή γρήγορα-, εφ’ όσον συνεχίζει με τον τρόπο της ζωής του και το περιεχόμενο στη διδασκαλία του, να αμφισβητεί το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο  του τόπου του, ότι το τέλος θα είναι βίαιο, και μια πρώτη φορά προειδοποιεί τους μαθητές του. Αυτό διαβάσαμε την περασμένη Κυριακή (Μκ 8, 31-33).
Η σημερινή  ευαγγελική περικοπή μάς παρουσιάζει τον Ιησού να προειδοποιεί για δεύτερη φορά τους μαθητές του για το επικείμενο πάθος του, αλλά και για την Ανάστασή του.
Και τώρα, όπως και την πρώτη φορά, οι μαθητές του φοβούνται γιατί δεν  μπορούν να καταλάβουν ούτε να δεχτούν έναν Μεσσία που υποφέρει και πεθαίνει. Εκείνοι συνεχίζουν να ονειρεύονται με έναν ένδοξο Μεσσία (Mτ  16, 21-22) και τι θέση θα έχουν δίπλα του.

Ανάγνωσμα από το κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο (Μκ  9,30-37)


Αναχώρησαν κι από εκεί και προχωρούσαν μέσα από τη Γαλιλαία. Κι ο Ιησούς δεν ήθελε να το γνωρίζει κανείς. Διότι δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: "Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν. Τρείς μέρες μετά το θάνατό του θα αναστηθεί". Εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι τους είπε και φοβούνταν να τον ρωτήσουν.
Κι έφθασαν στην Καφαρναούμ. 'Οταν έφθασαν στο σπίτι, τους ρώτησε: "Τι συζητούσατε στο δρόμο;" Εκείνοι σιωπούσαν, γιατί στο δρόμο συζητούσαν μεταξύ τους για το ποιός είναι ανώτερος. Τότε ο Ιησούς κάθισε και φώναξε τους Δώδεκα και τους είπε: "Αν κάποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους και υπηρέτης όλων". Και πήρε ένα παιδί, το έστησε στη μέση και αγκαλιάζοντάς το τους είπε: "'Οποιος δεχθεί ένα τέτοιο παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα. Κι όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα, αλλά εκείνον που με έστειλε".
Λόγος του Κυρίου

Ο Ιησούς, λοιπόν, είχε εντάξει στη ζωή του τον βίαιο θάνατό του, μιας και αποφάσισε να μείνει μέχρι τέλους πιστός στην πορεία που διάλεξε: αγάπη για το Θεό και  για  τους ανθρώπους, και αγάπη, ευσπλαχνία  και δικαιοσύνη,  μεταξύ των ανθρώπων.
 Ήθελε να μυήσει και τους μαθητές του σε αυτή την πορεία, επειδή όλα έδειχναν ότι δεν την συμμερίζονταν. Έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα. Πίστευαν ότι, ακολουθώντας τον Ιησού, θα είχαν ένα λαμπρό μέρος -και μέλλον- μπροστά τους. Αντιμετώπιζαν με φόβο τις προειδοποιήσεις του Ιησού, αλλά και δεν τις πολυπίστευαν. Ήταν σαν να έλεγαν: “Εντάξει,  το καταλάβαμε:  θα πεθάνεις, αλλά μετά από εμάς που είμαστε  οι διάδοχοί σου ποιός θα είναι ο μεγαλύτερος που θα σε διαδεχτεί;”. Ο ευαγγελιστής σημειώνει: «δεν κατάλαβαν τι τους είπε και φοβούνταν να τον ρωτήσουν».
Και σε μας ακόμη σήμερα επιπλέει  περιρρέει μια παρόμοια  νοοτροπία και αντίληψη ζωής το εγωκεντρικό συμφέρον: «ακολουθώ τον Ιησού, αλλά τι έχω να κερδίσω;» ή ακόμη γιατί να κάνω  το καλό, αφού οι άλλοι δεν το εκτιμούν; ποιο το όφελός μου;
Ακόμη και σήμερα αυτή η μαγιά των Φαρισαίων και του Ηρώδη, όπως την χαρακτήριζε  ο Ιησούς  (Μκ 8,15) υπάρχει και μας επηρεάζει.

Είναι κυρίαρχη ιδεολογία. Μια προπαγάνδα, του καταναλωτισμού, της ανταγωνιστικότητας, της δύναμης της προβολής, της ηδονής και της απόλαυσης μυθιστορημάτων, των παιχνιδιών, όλα αυτά έχουν βαθιά επίδραση στον τρόπο σκέψης και δράσης μας. Όπως και οι μαθητές του Ιησού, και εμείς δεν είμαστε πάντα σε θέση να διατηρήσουμε μια κριτική στάση πριν από την εισβολή αυτής της μαγιάς.
Αυτό είναι που ο Ιησούς προσπαθεί να ξεριζώσει σιγά-σιγά  από τους μαθητές του για να τους προετοιμάσει, προκειμένου όταν θα χρειαστεί, να αντιμετωπίσουν το σκάνδαλο του θανάτου του. Θέλει να τους μυήσει  σε μιαν αντίληψη της ζωής  ως υπηρεσία για το κοινό καλό και όχι ανεξάρτητα από το κοινό καλό, μια ζωή ως υπηρεσία και προσφοράς, άρα θυσίας.




Και πάλι ξεκινάει με μια ερώτηση: "Τι συζητούσατε στο δρόμο;" και ο ευαγγελιστής σημειώνει:  “Εκείνοι σιωπούσαν”. Τους οδηγεί, μας οδηγεί, στη σιωπή ώστε να ξαναβρούν την ψυχραιμία την οποία είχαν χάσει, τόσο εξαιτίας του φόβου που τους είχε κυριέψει από αυτά που άκουσαν ότι πρόκειται να συμβούν, όσο και εξαιτίας των προσδοκιών τους που έβλεπαν να εκμηδενίζονται και να δουν τις φρούδες αναμονές τους. Τους καθοδηγεί, μας καθοδηγεί, ώστε να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα πρόσωπο προς πρόσωπο: τι ακριβώς επιθυμώ; διότι αν διερωτόμαστε πώς θα ήταν αν......,το φαντασιακό παίρνει το πάνω χέρι και χάνουμε το πραγματικό:  Προσπαθεί να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συζητάνε. Ο Ιησούς δεν  αρνείται, ούτε κατακρίνει την επιθυμία  «κάποιος να θέλει να είναι πρώτος», δεν καταπνίγει τη δίψα για δύναμη· τη δέχεται κάτω από την προοπτική:  “ο πρώτος να είναι τελευταίος απ' όλους και υπηρέτης όλων”. Υποδεικνύει με αυτόν τον τρόπο το κριτήριο, βάσει του οποίου κάποιος πρέπει να  εκτιμά με ποια προαίρεση και με ποια ικανότητά επιδιώκει τα πρωτεία και, οι άλλοι,  πώς να αναγνωρίζουν το θεμιτό στην εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας του.
Η υπηρεσία των άλλων: η αξία και η αυθεντία κάποιου, για το μαθητή του Χριστού, δεν εξαρτάται από την εργασία που κάνει, από τη μόρφωσή του, τα πράγματα που κατέχει,  ούτε από τις όποιες επιτυχίες του  ή  τα μεγαλεία που κατέχει λόγω της καταγωγής του κλπ. Η αξία και η αυθεντία κάποιου, για τον πραγματικό μαθητή του Χριστού, έγκειται στην υπηρεσία προς τους άλλους και πως σε αυτό έχει ως μοναδικό πρότυπο τον Ιησού.
Ο Ιησούς δεν περιορίζεται μόνο στο λόγο, προχωρά με ένα προφητικό δρώμενο. Την έμπρακτη προβολή του παιδιού: Όποιος δεχθεί ένα τέτοιο παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα. Με αυτό τον τρόπο, ο Ιησούς,  διδάσκει τους μαθητές του ότι η υπηρεσία συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται  με την  υποδοχή και αποδοχή των άλλων που είναι το επιστέγασμα στην υπηρεσία προς τους άλλους. Είναι γνωστό ότι μεταξύ των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού, αλλά και άλλων αρχαίων πολιτισμών,  το παιδί ήταν «άνευ σημασίας», δεν  είχε κανένα δικαίωμα, ήταν απόλυτα στο περιθώριο. Περίμενε τα πάντα  από τους άλλους με εμπιστοσύνη. «Παιδιά» είναι, λοιπόν, ο  αδύνατος, ο περιθωριακός, εκείνος που δεν μετρά και περιμένει τα πάντα από τους άλλους. Αποδοχή σημαίνει: διαθεσιμότητα όχι μόνο να αποδεχτώ πατερναλιστικά τον άλλο, αλλά πολύ περισσότερο να σιωπώ για να ακούσω και να προσπαθήσω να καταλάβω πρώτα από όλα τους άλλους, ιδιαίτερα αυτούς που δεν έχουν φωνή, που τους αρνούνται την αξιοπρέπεια του προσώπου· να βγω από το εγώ μου και “να αγκαλιάσω” τον άλλο, να τον κάνω μέρος της ζωής μου. Ο Ιησούς, λοιπόν, προσκαλεί τούς, ανά τους αιώνες, μαθητές του να ανακαλύψουμε την αξία και να την εκτιμήσουμε,  όχι μόνο των μικρών ανθρώπων  αλλά και των μικρών, ταπεινών και καθημερινών πράξεων, αυτών που μπορεί να κάνει ακόμη και το μικρό παιδί και να τις αξιοποιήσουμε και όχι να μεγαλοπιανόμαστε περιμένοντας το μεγάλο γεγονός που, ακόμη και όταν έρθει, δεν ξέρουμε να το αντιμετωπίσουμε  επειδή μας βρίσκει απροετοίμαστους, διότι δεν δώσαμε σημασία στα μικρά που μας προετοιμάζουν για να υποδεχθούμε τα μεγάλα.