Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Γ΄ κύκλος - 10η Τακτική Κυριακή (Λκ 7, 11-17)


Ευσπλαχνία:  Ο Θεός επισκέφθηκε το λαό του.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Ο Ιησούς,  έχει αρχίσει ένα ταξίδι στις πεδιάδες τη Γαλιλαίας, προς την Ιερουσαλήμ.
Τα επεισόδια που ο ευαγγελιστής Λουκάς μας παραθέτει στο 7ο  κεφάλαιο περιγράφουν στην πράξη τι σημαίνει : « Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας ».
Την περασμένη Κυριακή διαβάσαμε το πρώτο από τα τέσσερα επεισόδια,  όπου τονίσθηκε η πίστη ενός «ξένου»,  ενός ρωμαίου και εθνικού εκατόνταρχου, που ζητά τη σωτήρια παρέμβαση του Ιησού, όχι για τον εαυτό του, αλλά  για το δούλο του.
Τούτη την Κυριακή υπογραμμίζεται  η επέμβαση του Ιησού για χάρη  μιας μάνας χήρας,  που χάνει και το μοναχογιό της,  που εκτός από τον απέραντο πόνο της μάνας που χάνει το μοναχοπαίδι και μοναχογιό της, δηλαδή  τελευταίο στήριγμά της μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως η ιουδαϊκή,  στην οποία κάθε σιγουριά, αλλά και η ίδια η υπόσταση της γυναίκας, εξαρτιόταν απόλυτα από τους άνδρες του σπιτιού.

Ανάγνωσμα από το κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο (Λκ 7,11-17)
Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς πήγε σε μια πόλη που ονομαζόταν Ναϊν και μαζί του πήγαιναν οι μαθητές του και πολύς κόσμος. Κι όταν πλησίασε στην πύλη της πόλης, εκείνη την ώρα κηδευόταν ένας νεκρός, μονάκριβος γιος της μητέρας του κι αυτή ήταν χήρα. Κι αρκετός κόσμος από την πόλη ήταν μαζί της. Όταν ο Κύριος την είδε, τη σπλαχνίσθηκε και της είπε: "Μην κλαις". Πλησίασε, άγγιξε τη σορό κι εκείνοι που σήκωναν το φέρετρο σταμάτησαν. Κι ο Ιησούς είπε: "Νεαρέ, σε σένα λέω: Σήκω!" Κι ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλά κι ο Ιησούς τον παρέδωσε στη μητέρα του. Φόβος τους κυρίεψε όλους και δόξαζαν το Θεό λέγοντας: "Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας" και "Ο Θεός επισκέφθηκε το λαό του". Η φήμη αυτή για τον Ιησού κυκλοφόρησε σε όλη την Ιουδαία και σε όλη εκείνη την περιοχή.

Λόγος του Κυρίου

Στην είσοδο του χωριού Ναΐν συναντιούνται, λοιπόν, δυο πομπές: εκείνη της ζωής, του Ιησού και των μαθητών, αλλά και των περίεργων που είχαν ακούσει ότι ερχόταν και πήγαν να δουν για ποιον πρόκειται που εισέρχεται στο χωριό, και μια  πομπή  θανάτου, της χήρας μάνας, που μαζί με φίλους και συμπαθούντες, συνοδεύουν  τον νεαρό νεκρό στην τελευταία του κατοικία, που βγαίνει από το χωριό. Όταν είδε ο Ιησούς τη χήρα ένοιωσε τον πόνο της, τον έκανε δικό του, τη σπλαχνίστηκε, τη συμπόνεσε, την πλησίασε και της λέει «Μην κλαις».
Η ευσπλαχνία, η συμπόνια, είναι η δύναμη που δίνει την ώθηση  στον Ιησού να ενεργήσει. Δεν είναι τόσο το «θαύμα» που μετρά,  όσο  η ενέργεια του Ιησού που πηγάζει από την ευσπλαχνία, μια ευσπλαχνία που είναι εκδήλωση της αγάπης του Θεού του ίδιου. Ευσπλαχνία που σημαίνει: ενεργή καλοσύνη, εγγύτητα, προσωπική ενεργή και ανιδιοτελή δέσμευση προς όφελος του άλλου, δηλαδή, κάνω κάτι με όλη την καρδιά μου. Κλείνω τον άλλον μέσα μου όπως είναι, με τα προβλήματα και τις χαρές,  τις ανάγκες και τα χαρίσματά του, τον κάνω ένα με εμένα, μοιράζομαι τη ζωή του με τη ζωή μου. Αυτά όλα που δημιουργούν ζωή, αναγεννούν τη ζωή.
Η συμπεριφορά του Ιησού δεν είναι, θα λέγαμε, ζήτημα συμπεριφοράς και καθωσπρεπισμού, αλλά υπαρξιακό, οντολογικό,  που ενσαρκώνεται σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Μια πορεία και για μας σήμερα που μπορεί να μην αναστήνουμε ανθρώπους, αλλά που με καθημερινή άσκηση δημιουργεί  πραγματική αλληλεγγύη, συνύπαρξη και ποιότητα ζωής, γιατί πηγάζει από το είναι μου και όχι από το για να φαίνομαι. Είναι μια ζωή, η οποία καθιστά το ευαγγέλιο πιστευτό και εμπνέει αυτήν την αλλαγή νοοτροπίας και αναπροσανατολισμού της ζωής, που κάνει τους πολλούς να γίνουν αδελφοί και αδελφές και  φορείς ελπίδας και ποιότητας ζωής.
Ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται ως ο θαυματουργός που εντυπωσιάζει και επιβάλλεται. Ο  λαός τον εκλαμβάνει  ως τέτοιον και τον αποκαλεί:  «Μεγάλος προφήτης, εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και στη δράση του δεν είδε τον δυνατό θαυματουργό  το : «Θεό που ήρθε να σώσει το λαό του!»  Η συγκεκριμένη δράση του Ιησού εκλαμβάνεται ως η φανέρωση  της  ευσπλαχνίας του Θεού προς χάρη εκείνων που υποφέρουν.  Αποκαλύπτει την παρουσία της βασιλείας του Θεού στο λαό που κάλεσε, που είναι ο ίδιος που εκείνος δημιούργησε.
Αυτή είναι και αποστολή των μαθητών του Χριστού σήμερα, να μην εντυπωσιάζουν, αλλά να είναι μάρτυρες του  «Θεού που ήρθε να σώσει το λαό του!». Το πώς αυτό γίνεται αποδεκτό, έγκειται στον καθένα, στην ελευθερία, την κρίση του και τη δημιουργικότητά του, χαρίσματα με τα οποία ο Θεός μάς έχει προικίσει. 


 Μια άλλη ανάγνωση :
Ζούμε σε έναν πολιτισμό θανάτου, όπου ο θάνατος με πολλούς και διαφόρους τρόπους, είναι καθημερινή εμπειρία: τόσο ως αποτέλεσμα της φυσικής φθοράς και της αρρώστιας, όσο και ως ατύχημα, τόσο ως αποτέλεσμα κοινού εγκλήματος, όσο ως πολιτική εξόντωση, τόσο ως αποτέλεσμα της απάνθρωπης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, όσο και ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας ανθρώπου για άνθρωπο, τόσο στην αρχή της ζωής ως άμβλωση, όσο και στο τέλος της ως ευθανασία… Όλα αυτά τα ενδεχόμενα μας προκαλούν πόνο, οίκτο, ηττοπαθή και μοιρολατρική αποδοχή ή αγανάκτηση και εξέγερση… αλλά και μερικά λόγια παρηγοριάς, που όταν περάσουν οι  πρώτες εντυπώσεις γυρνάμε στη συνήθεια…
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πώς μπορούμε με πειστικότητα  να αναγγέλλουμε ανάσταση και αγάπη για τη ζωή;
Μια πρώτη δυνατότητα να μιλάμε μόνο ως κάτι το ενδεχόμενο, που το βασίζουμε σε μια μαρτυρία, της οποίας είμαστε δέκτες που την κρίναμε αξιόπιστη, την κάναμε αποδεκτή, μας άλλαξε τη ζωή προς το καλύτερο και το δείχνουμε με το να προσπαθούμε να βάλλουμε φραγμό στο θάνατο, τουλάχιστον, σε εκείνες τις μορφές του που αιτία είναι ο άνθρωπος. Μπορούμε να  προσφέρουμε ελπίδα για ανάσταση για το μέλλον και μια δυνατότητα ποιοτικής ζωής για τώρα.
Ο μαθητής του Χριστού μπορεί  να μιλά για ξεπέρασμα του θανάτου και όχι για αποφυγή της εμπειρίας του θανάτου. Όταν αναγγέλλει την Ανάσταση θέλει να θυμίσει σε όλους ότι, ο πραγματικός προορισμός του ανθρώπου, δεν είναι το τίποτα, αλλά η αιωνιότητα του Θεού που δημιούργησε τον άνθρωπο.
 Κοιτώντας τις αναστάσεις που ενέργησε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν ήταν αναστάσεις για τη ζωή την αιώνια, αλλά για αυτή τη ζωή, ήταν εγκόσμιες. Ήταν επιστροφές σε αυτή τη ζωή, ξαναζωντάνεμα, με προοπτική και πάλι το θάνατο. Οι αναστάσεις αυτές δεν ήταν, παρά ένα έντονο και δυνατό σημείο που ενέργησε ο Ιησούς,  για να δείξει  ότι με την παρουσία του οι μεσσιανικοί καιροί είναι ήδη παρόντες και ενεργοί, είναι προσωρινές νίκες, κάνουν να γεννηθεί και να φουντώσει η ελπίδα για την Ανάσταση των νεκρών.
Η τελική νίκη  έρχεται με την ανάσταση του Ιησού, η οποία δεν είναι προσωρινή αναζωογόνηση του σώματος, αλλά είσοδος σε μια νέα ποιοτικά ανώτερη ζωή, σε αναφορά με την ενσάρκωση του Υιού, όπου το μόνο κοινό τού πριν και τού μετά, είναι ο άνθρωπος.  Η δική μας ανάσταση έχει ως προϋπόθεση την είσοδο του Ιησού στην αναστημένη ζωή. Η Ανάσταση του Ιησού εγκαινιάζει τον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού, όπου ο Θεός θα είναι τα πάντα σε όλους. Ο άγ. Παύλος θα χρησιμοποιήσει μια παράξενη έκφραση, «πρωτότοκος των νεκρών», για να εκφράσει αυτή την πεποίθηση.
Η ανάσταση της σαρκός και η κατ’ ακολουθία  ‘αθανασία’, δεν είναι εγγεγραμμένες στη φύση του ανθρώπου, ούτε είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας εξέλιξής του.  Οφείλεται στο γεγονός ότι ο Θεός τον δημιούργησε για τη  ζωή και όχι για το θάνατο.
Οφείλεται σε ένα πέρασμα του Θεού, ένα Πάσχα. Είναι μια δημιουργική Του πράξη, με την οποία δίνει την πραγματική και ολοκληρωμένη ζωή στον νεκρό άνθρωπο. Αυτό το πέρασμα ο Θεός το ενέργησε ήδη με την Ανάσταση του Ιησού. Αυτό μας κάνει να ελπίζουμε, ότι στον Αναστημένο που είναι ήδη παρών ανάμεσα στους δικούς του,  η ανθρωπότητα δεν έχει μπροστά της το τίποτα, το θάνατο, αλλά την ολοκληρωμένη ζωή χωρίς τέλος. Αυτό το πέρασμα του Θεού που αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο, σώμα και ψυχή, όπως μας αρέσει να λέμε, με την ιστορία και τον κόσμο του.
Η ζωή μας είναι όπως στο χωριό της Γαλιλαίας, Ναϊν.  Ο θάνατος με τη συνοδεία του, τον πόνο και τη δυστυχία, μας οδηγούν έξω από την πόλη, έξω από τη ζωή, αλλά συναντιέται με τον Ιησού και τους μαθητές του, δηλαδή τη ζωή και τη συνοδεία της, την ελπίδα να μπαίνουν μέσα στο χωριό. Η ελπίδα, με τα λόγια και την παρουσία του Ιησού, συναντιέται με την απελπισία της μάνας και της ζητά να κάνει εμπιστοσύνη στον Ιησού.  Ο Ιησούς ‘αναζωογονεί’ το γιό της και σε όλους δίνει την ελπίδα ότι όπου εκείνος είναι παρών, ακόμη και αυτό που φαινόταν αξεπέραστο μπορεί να ξεπεραστεί.
Ο Αναστημένος είναι ανάμεσά μας και στο πρόβλημα του πόνου, και του θανάτου, που μας γονατίζει και μας αποκαρδιώνει, λέει στη μάνα «Μην κλαις και στον νεκρό «Νεαρέ, σε σένα λέω: Σήκω»,  και σε εμάς πίστεψε σε μένα που είμαι η Ανάσταση και η Ζωή. Εκείνος που έρχεται σε μένα ακόμη και αν πεθάνει θα ζήσει»…
Η πίστη στο Ευαγγέλιο του Ιησού και η ελπίδα για την Ανάσταση, για να βλαστήσουν, να αναπτυχθούν και να εμψυχώσουν την καθημερινότητα του ανθρώπου, δεν φτάνουν τα μεγαλόσχημα και κούφια λόγια. Χρειάζεται ο ευαγγελικός λόγος να μεταφράζεται σε κινητήρια δύναμη της καθημερινής μας ζωής, που εμψυχώνουν την ελπίδα ποιότητας της ζωής και την αγάπη για τη ζωή, σε εκείνους που γύρω μας φαίνεται να τις έχουν χάσει, γιατί μερικοί τούς τις έχουν αφαιρέσει, εξ αιτίας της απληστίας και του άκρατου εγωκεντρισμού, που τους διαπνέει και τους κάνει να ξεχειλίζουν από αδικία.
Το Πιστεύω στην Ανάσταση, συγκεκριμενοποιείται  στο πιστεύω στη ζωή και την προστατεύω, εκεί όπου αυτή καταπατιέται και εξαθλιώνεται.