Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

30η Τακτική Κυριακή, Β΄ Κύκλος


25η Οκτωβρίου  2015

Η πίστη : βλέπω με νέα μάτια τη ζωή

Η τελευταία πράξη του Ιησού πριν να μπει στην Ιερουσαλήμ : συναντά έναν τυφλό ζητιάνο, δεν τον παρακάμπτει, αλλά του αφιερώνει όλη του την προσοχή. Τυφλός, σαν να μην είχε γεννηθεί, δεν είχε δει ποτέ το φως. Σε όλα εξαρτιόταν από τους άλλους. Μπορούσε, όμως, να ακούσει και να μιλήσει, και αυτά τα αξιοποίησε στο έπακρο.

Ανάγνωσμα από το κατά Μάρκο άγιο Ευαγγέλιο ((Μκ.  10, 46-52)
“Καθώς ο Ιησούς, οι μαθητές του και πολύς κόσμος έβγαιναν από την πόλη Ιεριχώ, ένας τυφλός, ο Βαρτίμαιος, γιος του Τιμαίου, καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε ότι αυτός που περνάει είναι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, Ιησού, σπλαχνίσου με!». Πολλοί τον μάλωναν για να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!». Τότε ο Ιησούς στάθηκε και είπε: «Φωνάξτε τον». Φωνάζουν τον τυφλό και του λένε: «Θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». Εκείνος πέταξε το πανωφόρι του, πετάχτηκε πάνω και ήρθε κοντά στον Ιησού. «Τι θέλεις να σου κάνω;» τον ρώτησε ο Ιησούς. Ο τυφλός του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, θέλω να αποχτήσω το φως μου». Ο Ιησούς του λέει: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε». Ο τυφλός αμέσως απέκτησε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού στην πορεία του ”.
Λόγος του Κυρίου

Ο τυφλός που καθόταν στην άκρη του δρόμου ζητιάνευε και φώναζε. Εκείνος δεν έβλεπε, αλλά ήθελε οι άλλοι να αντιληφθούν τη δυστυχία του, για να τον βοηθήσουν να επιβιώσει. Άκουσε ότι περνούσε ο Ιησούς και άρχισε να φωνάζει, όχι απλά για να ζητήσει την ελεημοσύνη των περαστικών, αλλά γιατί από αυτά που είχε ακούσει για τον Ιησού, είχε πιστέψει ότι μπορούσε να τον σώσει και αυτή η ελπίδα τον εμψύχωνε. Φώναζε, γιατί ήλπιζε να τον ακούσει ο Ιησούς, να ενδιαφερθεί για εκείνον και αυτό θα ήταν η αρχή της σωτηρίας του. Όμως, ο τρόπος που αποκαλούσε τον Ιησού, του οποίου τη συμπόνια επικαλείτο: “Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με” ήταν επικίνδυνος. Αποκαλούσε τον Ιησού με ένα “μεσσιανικό βασιλικό τίτλο” και οι καχύποπτοι Ρωμαίοι κατακτητές μπορούσαν να το εκλάβουν ως επαναστατικό σύνθημα και τον ίδιο ως μέλος μια ύποπτης οργάνωσης. Προκειμένου ο Ιησούς να τον αντιληφθεί, δεν δίστασε να διακινδυνεύσει, όχι μόνο την ελευθερία του, αλλά και τη ζωή του.
Αυτό το θάρρος πήγαζε από μια βαθιά ριζωμένη ελπίδα, ότι η ποιότητα της ζωής του μπορούσε να αλλάξει ριζικά έπειτα από μια συνάντηση με τον Ιησού. Και αυτό τον έκανε να επιμένει και να φωνάζει ακόμη περισσότερο: “Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!”.
Ο Ιησούς τον άκουσε και στάθηκε και τον κάλεσε, και όταν του είπαν ότι τον καλούσε και εκείνος βρισκόταν στην άλλη άκρη του δρόμου. “... πέταξε το πανωφόρι του, πετάχτηκε πάνω και ήρθε κοντά στον Ιησού”. Η πίστη του, που φανερώνεται αρχικά με τις φωνές του, εκδηλώθηκε και με πράξη, παράτησε ό,τι θα μπορούσε να αργοπορήσει τη συνάντησή του με τον Ιησού, και αυτό ήταν ό,τι το πιο πολύτιμο που είχε : το επανωφόρι του. Μεσολαβεί ένας διάλογος, που έχει το χαρακτήρα της προσευχής, μιας και εκφράζει την πίστη-εμπιστοσύνη του τυφλού στον Ιησού : “Διδάσκαλε, θέλω να αποχτήσω το φως μου” και τότε η δύναμη του Θεού γίνεται χειροπιαστή : «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε».
Η θεραπεία του τυφλού είναι το τελευταίο θαύμα, που ο ευαγγελιστής Μάρκος μάς προσφέρει στην αφήγηση των γεγονότων της δημόσιας ζωής του Ιησού, που τον έπεισαν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας – Σωτήρας, ο απεσταλμένος από το Θεό για τη Σωτηρία του κόσμου, για να πιστέψουμε και εμείς.
Το πρώτο, ήταν στην αρχή της δημόσιας δράσης του στην Καπερναούμ, η θεραπεία ενός δαιμονισμένου (Μκ 1, 23-26) και το τελευταίο λίγο πριν από την είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Με αυτό τον τρόπο θέλει να δείξει ότι ο Θεός, μέσω του Ιησού, μπήκε στην ιστορία των ανθρώπων για να τους απελευθερώσει από το κακό δαιμόνιο, και από την “τυφλότητά τους”.
Ο ευαγγελιστής κάνει μια έμμεση σύγκριση μεταξύ των μαθητών που, ενώ βλέπουν τον Ιησού, δεν τον καταλαβαίνουν, διστάζουν, είναι αμήχανοι, τραβούν το δρόμο τους, ενώ λίγο πριν ο Ιησούς τους έλεγε ότι επρόκειτο να πάθει πολλά, και εκείνοι απορούσαν και εξεπλήσσοντο. Δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς τους έλεγε, αλλά δεν τον ρωτούσαν να μάθουν και συνέχισαν να ονειρεύονται και να του ζητούν τιμές και αξιώματα, ενώ ο τυφλός, που δεν έβλεπε, κατάλαβε και όταν “είδε” δεν διστάζει να ακολουθήσει τον Ιησού αφήνοντας πίσω την παλιά του ζωή, το “επανωφόρι” του. Δίνει, έτσι, το παράδειγμα τού πώς πρέπει κάποιος να ακολουθεί τον Ιησού.
Η δύναμη του Θεού γίνεται χειροπιαστή με δυο προϋποθέσεις: την προσευχή «Υιέ του Δαβίδ, Ιησού, σπλαχνίσου με!» και την πίστη : «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε».
Η ιστορία του τυφλού υιού του Τιμαίου, είναι η ιστορία του καθενός μας που φωνάζει, όχι μόνο από τη δυστυχία του, αλλά και για να εκφράσει την πίστη του και την ελπίδα του, όχι για να βελτιώσει απλά τη ζωή του, αλλά για να την αλλάξει. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη του Χριστού για να του ανοίξει τα μάτια για να μπορέσει να δει την ενεργή παρουσία του Θεού στην ιστορία του, που περνά και μέσα από τον πόνο και την αδυναμία, και βοηθά όποιον τον εμπιστεύεται.
Η πορεία του τυφλού είναι η πορεία πίστεως του κάθε μαθητή. Ακούμε το Λόγο, ο τυφλός άκουσε να μιλούν για τον Ιησού, μερικοί τον εμποδίζουν, άλλοι τον ενθαρρύνουν. Εκείνος, όμως, προσκαρτερούσε, αλλά και ο Ιησούς τού έδειξε εμπιστοσύνη και όταν ο Ιησούς τον κάλεσε ήταν έτοιμος να απαντήσει και όταν βρήκε τη Σωτηρία του, εγκατέλειψε ριζικά την προηγούμενη ζωή του και ακολούθησε τον Ιησού.